Η ταινία, “Υπολοχαγός Νατάσσα” προβλήθηκε τη σαιζόν 1970-1971 και έκοψε 751.117 εισιτήρια. Ήρθε στην πρώτη θέση ανάμεσα σε 87 ταινίες.
-Μια πολύ ξεχωριστή ταινία, που ήρθε πρώτη σε εισπράξεις ανάμεσα σε 87 ελληνικές παραγωγές, αποτελώντας την πιο εμπορική ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου με 751,117 εισιτήρια σε πρώτη προβολή!
-Μια από τις μεγαλύτερες παραγωγές της Φίνος Φιλμ αφού τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιηθήκαν σε Ελλάδα, Κύπρο και Γερμανία.
-Η ταινία, “Υπολοχαγός Νατάσσα” προβλήθηκε και στο εξωτερικό με μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα, η προβολή της στο αγγλικό κανάλι BBC2 το 1980, έπεισε τους παραγωγούς του μιούζικαλ “Εβίτα” να παραχωρήσουν τα πνευματικά δικαιώματα στην Αλίκη για να το ανεβάσει στην Ελλάδα.
-Όταν προτάθηκε στον Νίκο Φώσκολο να γυρίσει μια ταινία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, εκείνος αρχικά αρνήθηκε γιατί οι ταινίες του Φώσκολου ήταν συνήθως “αντρικές”. Μετά από συζήτησή τους, όμως, συμφώνησαν και το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό.
-Πρόκειται για την τελευταία κοινή ταινία της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
-Η σκηνή που η πρωταγωνίστρια τραυματισμένη επάνω στην άμαξα πηγαίνει προς την εκκλησία έχει γυριστεί στα Σπάτα Αττικής, και πιο συγκεκριμένα στην οδό Μυκηναϊκών Τάφων 59, όπου δεν είναι καθόλου ίδια. Η ηθοποιός που υποδύεται την τσιγγάνα είναι η Μαλαίνα Ανουσάκη, μητέρα της επίσης ηθοποιού Ελένης Ανουσάκη.
-Τα εξωτερικά γυρίσματα της εκκλησίας, είναι στο ιερό ναό Αγίου Βασιλείου στην Βουλιαγμένη Αττικής. Τα εσωτερικά γυρίσματα της εκκλησίας, πραγματοποιήθηκαν στον ιερό ναό Αγίων Αναργύρων στα Σπάτα Αττικής. Οι σκηνές του κρυφού σταθμού και των βασανιστηρίων έγιναν στη Βίλα Καζούλη στην Κηφισιά Αττικής.
Περίληψη της ταινίας, “Υπολοχαγός Νατάσσα”
Η αφήγησή της γίνεται ενώ η πρωταγωνίστρια βρίσκεται στο Νταχάου το 1965. Η Νατάσσα Αρσένη (Αλίκη Βουγιουκλάκη) απουσιάζει περισσότερα από 20 χρόνια από την Ελλάδα. Λίγο πριν επιστρέψει στην πατρίδα της αποφασίζει και επισκέπτεται το πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί, μέσα στο τρένο της επιστροφής στην πατρίδα αρχίζει να θυμάται τα χρόνια της κατοχής.
Ανακαλεί τις στιγμές που ανάμεσα στους Γερμανούς αξιωματικούς ήταν και ο συμφοιτητής της στο ωδείο, Μαξ Ρόιτερ, ο οποίος έγινε υπολοχαγός των SS. Ένας άνδρας που η μητέρα του ήταν όχι μόνο Ελληνίδα αλλά μέλος της αντίστασης. Ο Μαξ κυνηγούσε τον Ορέστη, έναν αντάρτη που η Νατάσσα βοήθησε δύο φορές, τη μία στην Κωπαΐδα και την άλλη φορά στην Αθήνα. Τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε σε σκληρές συνθήκες.
Η ίδια στην αφήγησή της θυμήθηκε επίσης τις περιπέτειες που πέρασε μέχρι να βρεθεί μαζί του, τον γάμο της που κόντεψε να διακοπεί από τον Μαξ, το παιδί που έκαναν μαζί. Θυμάται ακόμη την σύλληψή της και τα βασανιστήρια που υπέστη από τον ίδιο τον Μαξ, ο οποίος κάποτε την αγάπησε.
Και τέλος πώς ο Ορέστης την γλίτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα που την έστειλε ο Μαξ, καθώς και τη δολοφονία του από Έλληνες αντάρτες, που τον πέρασαν κατά λάθος για Γερμανό. Αυτό είναι το δραματικό τέλος της αφήγησης.