Η Βάσω Μανωλίδου γεννήθηκε στις στις 21 Αυγούστου του 1910 στην οδό Μνησικλέους στην Πλάκα.
Πατέρας της ήταν ο Παναγιώτης Μανωλίδης από τον Βελβεντό Πιερίων, εμπορικός αντιπρόσωπος σημαντικών εμπορικών οίκων του εξωτερικού, ενώ η μητέρα της καταγόταν από την Κρήτη, και ήταν απόφοιτος του Αρσακείου.
Η Βάσω Μανωλίδου είχε ακόμα τρία αδέρφια, δυο αγόρια τον Αντρέα και τον Ντίνο και μια αδερφή, την Χρυσάνθη. Στο διπλανό σπίτι της οδού Μνησικλέους μεγάλωνε η πρώτη ξαδέρφη της, Μαίρη Αρβανιτίδη (μετέπειτα Μαίρη Αρώνη) και μαζί έζησαν τα παιδικά τους χρόνια, παίζοντας στις θεατρικές παραστάσεις που έστηναν στην ταράτσα του σπιτιού τους.
Η εκπαίδευσή της έγινε στο παρθεναγωγείο της περίφημης Σχολής Χιλλ στην Πλάκα.
Ο πατέρας της, αγαπούσε το θέατρο και την όπερα, και βλέποντας την υποκριτική ικανότητα της κόρης του, την πρόετρεψε (πράγμα σπάνιο για την εποχή) να ασχοληθεί με το θέατρο. Μάλιστα, την συνόδεψε ο ίδιος, για να γραφεί στην τότε πρωτο-ιδρυόμενη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, σε ηλικία μόλις 15 χρονών.
Η Βάσω Μανωλίδου έδωσε εξετάσεις μπροστά στην κριτική επιτροπή της σχολής, απαγγέλοντας το ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα, «Lacrimae rerum» καθώς και ένα απόσπασμα από την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευρυπίδη. Πέρασε τις εξετάσεις παμφηφεί και μάλιστα τέλειωσε τη δραματική σχολή με άριστα.
Την αποφοίτησή της από τη σχολή μαζί με των άλλων συναδέλφων της (ήταν οι πρώτοι απόφοιτοι της σχολής του Εθνικού θεάτρου) χαιρέτησε με ένα σημείωμα του στη Νέα Εστία και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, προβλέποντας λαμπρό μέλλον για τη νεαρή απόφοιτο.
Η πρώτη της εμφάνιση στο Εθνικό έγινε τον Απρίλιο του 1932, όταν έπαιξε στη «Βαβυλωνία» του Δημ. Βυζάντιου, τον δευτερεύοντα ρόλο της Ανθούλας, της κόρης του ξενοδόχου.
Τον Οκτώβριο του 1932 η Βάσω Μανωλίδου θα κάνει την δεύτερη εμφάνισή της, στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ, στον δευτερεύοντα ρόλο της Νερίτσας.
Από το 1932 έως το 1943 που είναι η πρώτη περίοδος της στο Εθνικό θέατρο, θα καταξιωθεί παίζοντας έργα κλασικού ρεπερτορίου δίπλα στους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής. Ο σημαντικότερος ρόλος της εκείνης της περιόδου που -σύμφωνα με την ίδια, την καταξίωσε στους συναδέλφους της και στο κοινό ήταν αυτός της Οφηλίας, στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, με πρωταγωνιστή τον Αλέξη Μινωτή και σκηνοθέτη τον Δημήτρη Ροντήρη, το 1937.
Στους «Ταπεινούς και καταφρονεμένους» του Ντοστογιέφσκι που θα παίξει δίπλα στον Αιμίλιο Βεάκη, – τον Απρίλιο του 1934, θα κάνει τους κριτικούς να την προσέξουν ιδιαίτερα. Ο Μιχάλης Ροδάς, στην κριτική του θα γράψει ηρωίδα της παραστάσεως ήταν η Βάσω Μανωλίδου στην πολύπαθη Ελένη – Νέλλη. Έπαιξε με φυσικότητα, με τέχνη γενικά αξιοθαύμαστη και με συνοχή καλλιτεχνική απ’ αρχής μέχρι τέλους.
Ο δε θεατρικός κριτικός της εφημερίδας «Καθημερινή» Γ. Νάζος γράφει ότι ιδιαιτέρως δέον να εξαρθή η λαμπρά απόδοσις της δίδος Μανωλίδου, η οποία συνεκράτησε αδιάπτωτον την συγκίνησιν του κοινού ως επιληπτική ορφανή, αφηγούμενη επί μίαν ολόκληρον σκηνήν το δράμα της ζωής της.
Άλλη παράσταση – ορόσημο όχι μόνο στην καριέρα της αλλά και γενικά στο ελληνικό θέατρο ήταν «Ο Βασιλιάς Ληρ» του Σαίξπηρ και πάλι, το 1938. Σε αυτήν την παράσταση, πρωταγωνιστούσε ότι εκλεκτότερο είχε το ελληνικό θέατρο τότε. Βασιλιάς Ληρ ήταν ο Αιμίλιος Βεάκης, η Βάσω Μανωλίδου έπαιζε την μία από τις κόρες του, την Κορντέλια, η Κατίνα Παξινού έπαιζε την άλλη κόρη του, τη Γονερίλη ενώ η Ελένη Παπαδάκη έπαιζε την τρίτη κόρη, την Ρεγάνη.
Την άνοιξη του 1943 η Βάσω Μανωλίδου θα εγκαταλείψει το Εθνικό και θα συστήσει θίασο, με τον Νίκο Δενδραμή και τον Γιώργο Παππά. Θα αντιμετωπίσει για πρώτη φορά τις προκλήσεις του ελεύθερου θεάτρου, δεν θα αποφύγει βέβαια να παίζει έργα που φέρνουν κόσμο στα ταμεία και όχι έργα καλλιτεχνικών αξιώσεων, αλλά παρόλα αυτά, θα προσπαθήσει για το καλύτερο.
Στον θίασο αυτόν, από τον Σεπτέμβρη του 1943 θα συμμετέχει – για περιορισμένο διάστημα – και ο Αιμίλιος Βεάκης ενώ σκηνοθέτης θα είναι ο Τάκης Μουζενίδης.
Από την άνοιξη του 1944, η Βάσω Μανωλίδου θα συνεχίσει μόνο με τον Γιώργο Παππά, στο θέατρο «Λυρικόν» ενώ από το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, θα συνεργαστεί με τον θίασο της Μαίρης Αρώνη και του Δημήτρη Χορν, με τους οποίους θα κάνει και μια μεγάλη περιοδεία στον ελληνισμό του εξωτερικού.
Τον χειμώνα του 1944, ο θεατρικός κριτικός Αχιλλέας Μαμάκης στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» της 10ης Ιανουαρίου 1944 κάνοντας έναν απολογισμό του θεατρικού έτους 1943 γράφει για την Μανωλίδου: κατάφερε στο έργο «Φωτεινή Σάντρη» να δείξει το ξεχωριστό, αληθινά μοναδικό ταλέντο της σαν δραματική ενζενύ. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλες τις εμφανίσεις της, και έδειξε σε όλους ότι εξελίσσεται και προοδεύει.
Συμπληρώνει ότι πολλοί της καταλογίζουν ότι παίζει σε μονότονα μοτίβα, – με προσαρμογή όχι του εαυτού της στον εκάστοτε ρόλο, αλλά του κάθε ρόλου στα προσωπικά εκφραστικά της μέσα – και ότι ακόμη μπορεί να έχει αδυναμία στην στερεότυπη κοριτσίστικη γραμμή την οποία την έχει ντρεσάρει ο κ. Ροντήρης κατά την 12ετή θητεία της στο Εθνικό, ωστόσο πιστεύω ότι είναι μια εκλεκτή νέα πρωταγωνίστρια.
Στο Εθνικό η Βάσω Μανωλίδου θα γυρίσει οριστικά το 1955 και θα μείνει μέχρι το τέλος της καριέρας της, το 1980.Το 1955, ακόμα μια ευτυχισμένη στιγμή για το ελληνικό θέατρο,θα συναντηθεί θεατρικά με την ξαδέλφη της Μαίρη Αρώνη και θα ερμηνεύσουν υποδειγματικά το ντουέτο Μαρία Στούαρτ (Μανωλίδου)– Ελισάβετ (Αρώνη), στο έργο «Μαρία Στούαρτ» του Σίλλερ.
Όλα αυτά τα χρόνια θα ερμηνεύσει διάσημους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα καλύτερα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Το 1978 θα έχει ακόμα μία προσωπική επιτυχία ερμηνεύοντας απαράμιλλα τον ρόλο της Αμάντα(της μητέρας) στον «Γυάλινο κόσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς.
Μεθυστική και αδαμάντινη ένιωσε το ρόλο της Αμάντα σε όλες τις αποχρώσεις του, και ενσαρκώνει με ευαισθησία, άνεση και σιγουριά αυτή τη μητέρα.. γράφει στην κριτική του ο Βαγγέλης Ψυράκης στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».
Το 1980 θα τελειώσει την καριέρα της με έναν υποκριτικό θρίαμβο.Θα παίξει τον ρόλο τις Ουίννυστις «Ευτυχισμένες μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ (με Ουίλλυ τον Μηνά Χατζησάββα).
Ένα έργο δύσκολο, ένας πραγματικός άθλος για τον ηθοποιό που στερούμενος τα άλλα εκφραστικά του μέσα είναι υποχρεωμένος να παίξει μόνο με το πρόσωπο και τη φωνή.
Η Βάσω Μανωλίδου αφού χρειάστηκε να μάθει απέξω ένα μονόλογο 60 σελίδων, και να παίξει θαμμένη σχεδόν μέχρι το λαιμό, μέσα σε έναν εκτυφλωτικά φωτιζόμενο αμμόλοφο, επί 1 1/2ώρα μόνη της πάνω στη σκηνή, τα κατάφερε προσθέτοντας επάξια το όνομά της δίπλα στα ιερά τέρατα του παγκόσμιου θεάτρου (π.χ. Πέγκυ Άσκροφτ) που υποδύθηκαν με επιτυχία αυτόν το ρόλο.
Τον Αύγουστο του 1995 τιμήθηκε με το παράσημο του Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικος από τον προεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο μαζί με τους συναδέλφους της Ειρήνη Παππά, Δημήτρη Χορν, Άννα Συνοδινού και Ασπασία Παπαθανασίου.
Ήταν σύζυγος για πάνω από 50 χρόνια του θεατρικού επιχειρηματία Θεόδωρου Κρίτα, και μητέρα μιας κόρης, της Αλίνα Κρίτα.Έμενε στο Παλαιό Φάληρο στην Αθήνα.
Η Βάσω Μανωλίδου έφυγε από τη ζωή στις 11 Αυγούστου του 2004 σε ηλικία 87 ετών, δύο χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου της. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Κατά τον Δημήτρη Χορν, ήταν η μεγαλύτερη ηθοποιός που πέρασε από το ελληνικό θέατρο. Η Βάσω Μανωλίδου θεωρείται από πολλούς ό,τι καλύτερο μπορούσε για πολλά χρόνια κάποιος να απολαύσει στο θέατρο. Ένας μύθος του θεάτρου που σπάνια έδινε συνεντεύξεις και μιλούσε ελάχιστα για όσα ήξερε όπως έκανε και ένας άλλος μύθος, η Γκρέτα Γκάρμπο.
Βάσω Μανωλίδου: Εργολαβία
Έτος | Τίτλος ταινίας |
---|---|
1932 | Έξω φτώχεια |
1954 | Το σταυροδρόμι του πεπρωμένου |
Έτος | Τίτλος παράστασης |
---|---|
1932 | Βαβυλωνία |
1932 | Ενώ το Πλοίο Ταξιδεύει |
1932 | Ο Έμπορος της Βενετίας |
1933 | Οιδίπους Τύραννος |
1933 | Ποπολάρος |
1933 | Το φιντανάκι |
1936 | Ο Πειρασμός |
1937 | Άμλετ |
1937 | Ηλέκτρα |
1938 | Βασιλεύς Ληρ |
1938 | Ζακυνθινή Σερενάτα |
1939 | Το Κοντσέρτο |
1940 | Αντιγόνη |
1942 | Έρως και Ραδιουργία |
1943 | Η Γυναίκα Στοιχειό |
1947 | Ιωάννα της Λωραίνης |
1958 | Τέσσα |
1977 | Γυάλινος κόσμος |
Ευχαριστούμε θερμά το greekactor.blogspot.gr για τις πληροφορίες.