Τα παλιά κακά χρόνια, τότε που οι γονείς δεν άφηναν τα παιδιά τους ελεύθερα να επιλέξουν το σύντροφο, με τον οποίο ήθελαν να μοιραστούν την ζωή τους (και ο περιορισμός αφορούσε κυρίως τα κορίτσια), πολλοί ερωτευμένοι κατέληγαν στη λύση της “απαγωγής”, κοινώς “κλέβονταν. (Βέβαια, πολλοί στέκονται στη ρομαντική διάσταση του όλου “κλεψίματος” και αναπολούν εκείνες τις “παλιές, καλές εποχές”, όμως ειλικρινά πώς μπορεί να θεωρείται “καλή” μια εποχή, στην οποία η ελευθερία βούλησης του ανθρώπου ήταν περιορισμένη έως ανύπαρκτη;)
Οι απαγωγές λόγω έρωτα δεν περιορίζονταν μόνο στους κοινούς θνητούς, αλλά και σε ηθοποιούς του θεάτρου, οι ερωτικές ιστορίες των οποίων δύσκολα έμεναν κρυφές. Αυτές είναι ορισμένες περιπτώσεις Ελλήνων ηθοποιών που κλέφτηκαν για να ζήσουν τον έρωτά τους με το αγαπημένο τους πρόσωπο, αν και δεν είχαν όλες οι ιστορίες το ίδιο ευτυχές τέλος.
3. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣ – ΤΙΝΑ ΣΟΡ
Όταν το Φεβρουάριο του 1933 ο θίασος που είχαν δημιουργήσει οι δύο αλλοτινές αντίπαλοι Μαρία Κοτοπούλη και Κυβέλη έφτασε στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε πραγματοποιήσει θεατρική περιοδεία επί σειρά εβδομάδων, έλειπε ένας ηθοποιός.
Αυτός ήταν ο ζεν πρεμιέ του θιάσου, ο Γιώργος Παππάς, που προερχόταν από ευυπόληπτη οικογένεια, καθώς ο πατέρας του εργαζόταν ως τμηματάρχης του γραφείου Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών, η δε μητέρα του δεν ήταν άλλη από την ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα).
Ο Παππάς επέστρεψε λίγες μέρες αργότερα και ήταν μια επιστροφή άκρως επεισοδιακή. Λίγες ώρες μετά την άφιξή του στην πρωτεύουσα, η διεύθυνση της αστυνομίας Αθηνών έλαβε ένα επείγον τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη, με το οποίο κάποιος Σορ, πλούσιος Εβραίος έμπορος της Κωνσταντινούπολης, ζητούσε τη σύλληψη του ηθοποιού, διότι είχε απαγάγει την ανήλικη κόρη του, Τίνα.
Οι αστυνομικοί κατευθύνθηκαν στη διεύθυνση που είχε δώσει ο Παπάς περνώντας από το τελωνείο (οδός Ζήνωνος 1), όμως εκεί το μόνο που βρήκαν, ήταν μια νευρολογική κλινική. Ανατρέχοντας στη λίστα των αποβιβασθέντων, οι αστυνομικοί εντόπισαν και κάποια Τίνα Σημηριώτη, η οποία είχε φτάσει μόνη της στην Αθήνα και η περιγραφή της φαίνεται ότι ταίριαζε με την κόρη του Σορ.
Εκείνη είχε δηλώσει ως διεύθυνση κατοικίας την οδό Πατησίων 40, όπου όμως βρισκόταν… το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας!
Το ζευγάρι παρέμενε άφαντο για ημέρες, το σπίτι της Μυρτιώτισσας πολιορκούταν από αστυνομικούς, όπως και εκείνο της Μαρίκας Κοτοπούλη (η θιασάρχης), ενώ τα σενάρια έδιναν και έπαιρναν.
Σε κάποια στιγμή διαδόθηκε ακόμη κι ότι οι δυο εξαφανισθέντες είχαν αυτοκτονήσει! Τελικά, οι δυο ερωτευμένοι βγήκαν από την κρυψώνα τους και κάλεσαν τους δημοσιογράφους δίνοντας κάτι σαν συνέντευξη τύπου (αφού πρώτα εκείνοι υποσχέθηκαν να μην αποκαλύψουν το κρησφύγετο).
“Κύριοι, να μου επιτρέψετε να σας ειπώ ότι δεν είναι κατάστασις αυτή! Να μην μπορεί ένας άνθρωπος να χαρεί την ευτυχία του. Μας κυνηγάνε όλοι! Μα τι ζητάνε από μας”; αναρωτήθηκε ο Παπάς, ενώ την ιστορία του παράνομου έρωτα ανέλαβε να διηγηθεί η Τίνα Σορ.
Γνωρίστηκαν τυχαία μετά από μια παράσταση του θιάσου στην Κωνσταντινούπολη μέσω μιας κοινής φίλης. Το επόμενο βράδυ συναντήθηκαν και πάλι στο κέντρο “Μαξίμ”, όπου χόρεψαν μαζί, ακολούθησε έξοδος στο σινεμά και τα ραντεβού άρχισαν να διαδέχονται το ένα το άλλο. Επειδή όμως η Τίνα γνώριζε ότι ο μπαμπάς της δεν θα δεχόταν ποτέ για γαμπρό του έναν ηθοποιό, αποφάσισαν να κλεφτούν.
Η Τίνα άφησε ένα γράμμα στον πατέρα της, όπου του έγραψε ότι θα πήγαινε στο Παρίσι θέλοντας να θολώσει τα νερά, στο μεταξύ έκλεψε το διαβατήριο της Σημηριώτη και τα υπόλοιπα ήταν ήδη γνωστά.
Όμως το ειδύλλιο, δεν είχε αίσιο τέλος. Αρχές Μαρτίου φτάνει στην Αθήνα ο Σορ, ο οποίος απείλησε να αποκληρώσει την Τίνα. Όμως δεν ήταν μόνο η απειλή του πλούσιου πατέρα που υπονόμευε την ευτυχία του ζευγαριού. Υπήρχε κάτι ακόμα χειρότερο: ο Παπάς ήταν ήδη παντρεμένος!
Επτά χρόνια νωρίτερα, έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές του ως γεωπόνος στο Παρίσι, ο Γιώργος Παπάς πήγε στο Μονπελιέ προκειμένου να ειδικευτεί στην αμπελουργία. Εκεί εργάστηκε στο κτήμα ενός πλούσιου και ερωτεύτηκε τη 19χρονη κόρη του, Ανριέτ Γκιτάρ, την οποία και παντρεύτηκε δυο χρόνια μετά στην Αθήνα, παρόλο που ο πατέρας της νύφης διαφωνούσε. Το ζευγάρι απέκτησε μαζί κι ένα παιδί, όμως ο γάμος δεν άντεξε πολύ. Το πρόβλημα ήταν ότι για κάποιον λόγο δεν είχαν βγάλει διαζύγιο, παρότι ζούσαν σε διάσταση επί σειρά ετών και παρόλο που διατηρούσαν φιλικές σχέσεις – σύμφωνα τουλάχιστον με τον Παπά.
Πέραν αυτών, οι εφημερίδες, που έκαναν πραγματικό πάρτι με το σκάνδαλο, δημοσίευσαν πληροφορίες ότι ο ηθοποιός ήταν κατηγορούμενος για απάτες που είχαν διαπραχθεί πριν από πολλά χρόνια. Ο Παπάς εκτιμούσε ότι πίσω από τα δημοσιεύματα κρυβόταν ο πατέρας της αγαπημένης του, ενώ όσον αφορά την ουσία των κατηγοριών, ο ίδιος ισχυριζόταν ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από “μίαν αποσυρθείσα μήνυση προ δωδεκαετίας και ένα παραπεμπτικόν βούλευμα εκδοθέν ερήμην κατά την απουσίαν μου εις την αλλοδαπήν και μετατραπέν εις απαλλακτικόν κατά την επιστροφήν μου, αμφότερα της αυτής εποχής.
Τελικά, η Τίνα εγκατέλειψε τον Γιώργο, αν και εκείνος στην αρχή δεν έδειχνε πρόθυμος να συμβιβαστεί με αυτήν την εξέλιξη, πιστεύοντας ότι η Τίνα θα γυρνούσε κοντά του. Εφημερίδα δημοσίευσε επιστολή του Παπά προς την αγαπημένη του:
“Ο πόνος μου είνε μεγάλος, που βλέπω να γίνεται η επίθεσις αυτή του Τύπου εναντίον μου. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι όλα αυτά γίνονται με μόνο σκοπό να σε χωρίσουν από μένα. Ο πατέρας σου τα είχε προετοιμασμένα και γι’ αυτόν τον λόγον σε άφησε να έλθης να με ιδής χθες, και σήμερον το πρωί ακόμη, για να σου πη κατόπιν ότι επληροφορήθη πως είμαι απατεών κλπ…. Μια εφημερίς εδημοσίευσεν ότι επήγες σήμερα το πρωί εις την αστυνομίαν, όπου εδήλωσες ότι κατόπιν των όσων έμαθες, εκατάλαβες πλέον με τι άνθρωπον έχεις να κάμης και δεν με θέλεις πια. Είνε ψέμματα όλα αυτά. Δεν είνε έτσι;
Θέλω να πιστεύω, Τινάκι, ότι δεν είνε αλήθεια όλα αυτά. Αλλά και εάν ακόμη σε έπεισαν, και σ’ έκαμαν να τα πιστεύσης, θέλω να σε ιδώ και να σου εξηγήσω. Δεν υπάρχει πουθενά καμμιά κακή πράξις. Ελπίζω αυτό το γράμμα μου να φθάση έως τα χέρια σου. Πιστεύω στην αγάπη σου. Έχω εμπιστοσύνη σε σένα. Είμαι πολύ δυστυχισμένος. Περιμένω ανυπόμονα ειδήσεις σου. Πρέπει να βγης, να φύγης!
Ο πατέρας σου θέλει να μας χωρίση και να αφήση να με βαρύνη η γενική εντύπωσις του κόσμου ότι υπήρξα ένας απατεών.
Είνε εγκληματικόν να τιμωρηθή κατ’ αυτόν τον τρόπον ένας άνθρωπος, που δεν έκανε κανένα άλλο κακό από του να σ’ αγαπήση πολύ, πολύ”.
Η Τίνα όμως δεν γύρισε ποτέ…