Θεωρώ πως η Αλίκη Βουγιουκλάκη αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της περασμένης δεκαετίας για το θέαμα και τον κινηματογράφο της χώρας. Αναμφίβολα, η αισιοδοξία και το πηγαίο νάζι και σκέρτσο της ενέπνευσε μία ολόκληρη γενιά Ελλήνων που επιθυμούσε να βρει ένα σύμβολο ώστε να ατενίσει το μέλλον με περισσότερη χαρά και χαμόγελο.
Όμως, ποτέ δεν τη θεώρησα τη σπουδαιότερη ηθοποιό που έβγαλε η χώρα. Πάντοτε όταν αναζητούσα να αισθανθώ δέος με μία ερμηνεία, έψαχνα για ηθοποιούς όπως η Τζένη Καρέζη ή η Έλλη Λαμπέτη. Με συνέπαιρνε περισσότερο το παθιασμένο ‘’σε αγαπώ’’ της Έλλης Λαμπέτη στην Κάλπικη Λίρα ή η Τζένη Καρέζη στη Μαντώ Μαυρογένους από το να βλέπω τη Βουγιουκλάκη να χορεύει με το μαλλί της να πετάει ανάλαφρα, ντυμένη με μία μαθητική ποδιά, κάνοντας τα γλυκά μάτια στον καθηγητή των ονείρων της.
Όμως, μέσα από τις ταινίες της, μπορούσες να αντλήσεις πληροφορίες για τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα εκείνη την περίοδο, όπως και για διάφορες αντιλήψεις που κυριαρχούσαν στην Ελληνική κοινωνία του τότε. Πάντοτε θα υπήρχε ο πλούσιος που ερωτεύεται μία φτωχή ή μία φτωχή που ερωτεύεται έναν πλούσιο, πάντοτε θα υπήρχε αναφορά στην πάλη των κοινωνικών τάξεων, απόρροια της γενικότερης φτώχειας που επικρατούσε στη χώρα εκείνη την περίοδο.
Όντως, η Βουγιουκλάκη δεν υπήρξε (για εμένα πάντα), η σπουδαιότερη ηθοποιός της χώρας. Όμως, υπήρξε ένα σύμβολο που σίγουρα έδωσε χαρά και ελπίδα σε μία Ελλάδα που δοκιμαζόταν, υπέφερε, αγωνιούσε να δει καινούργιες και ομορφότερες ημέρες.
Το άρθρο επιμελήθηκε η Μαρία Σκαμπαρδώνη.