Αφιέρωμα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου μέρος 1ο

φεστιβαλ
Advertisement

Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1960 μια μικρή ομάδα ανθρώπων παρατηρήθηκε να κολλάει αφίσες για την αυριανή έναρξη μιας εκδήλωσης που ονομαζόταν Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου.

Advertisement

Η προβολή της πρώτης ταινίας πραγματοποιήθηκε σε μια μάλλον άδεια αίθουσα στον «Ολύμπιον». Μια παγωμένη αρχή, η οποία όμως θερμάνθηκε μέσα σε λίγες μέρες με ολόκληρη την πόλη να υποδέχεται τη διοργάνωση δημιουργώντας πολυπληθή κοινό, πηγαδάκια συζητήσεων στην Αριστοτέλους και κατέληξε σε έλλειψη εισιτηρίων για τις προβολές των τελευταίων ημερών.

Στην τελετή λήξης μετά την αναγγελία των βραβείων από τον πρόεδρο της επιτροπής, Στρατή Μυριβήλη, πραγματοποιήθηκε χοροεσπερίδα όπου τέθηκε σε πλειοδοσία ένας τιμητικός χορός με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο οποίος κερδήθηκε από τον εφοπλιστή Μάριο Νομικό στην τιμή των 30.000 δραχμών. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Ο πρωτεργάτης για την δημιουργία του φεστιβάλ και πρώτος πρόεδρός του ήταν ο Παύλος Ζάννας και η οργάνωση του άνηκε στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης

Απαραίτητο στοιχείο για την κατανόηση του ρόλου που έπαιξε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τον ελληνικό κινηματογράφου είναι η περιγραφή της κατάστασης της Ελλάδας του 1960 και η θέση της τέχνης σε αυτήν. Το πρώτο είδος κινηματογράφου που υπήρξε στην Ελλάδα ήταν το λεγόμενο εμπορικό. Αντιμετωπιζόταν από το κράτος σαν βιομηχανικό προϊόν και ελεγχόταν από το υπουργείο Βιομηχανίας.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το 1962 καθιερώνεται η “η οργανωσις κατά Σεπτέμβριον εκάστου έτους επιδείξεως Ελληνικού Κινηματογράφου υπό τον τίτλο Εβδομάς Ελληνικού Κινηματογράφου και προς διάδοσιν των ελληνικών ταινιών” και με αυτήν την ανακοίνωση του υπουργείου Βιομηχανίας υπάγεται σε αυτό και η διοργάνωση του φεστιβάλ. Στον θεσμό παρευρίσκονται πλέον οι μεγαλύτεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της Ελλάδος καθώς και οι περισσότεροι νέοι δημιουργοί.

Τότε γίνεται η αρχή της στροφής στην ελληνική δημιουργία. Το εμπορικό σινεμά υποχωρεί στην τρομακτική θέα των νέων Ελλήνων δημιουργών της μεγάλης οθόνης (Κούνδουρος, Κακογιάννης, Κανελλόπουλος, Δαμιανός, Βούλγαρης), μέχρι την μεγάλη στιγμή του 1966.

Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλάζει την ονομασία του σε Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου και εμπιστεύεται τη μεγάλη απόφαση σε μια από τις πιο φωτισμένες κριτικές επιτροπές που είδε ποτέ η διοργάνωση: Οι Χατζηδάκις, Τσαρούχης, Λαμπέτη, Παπαγιαννόπουλος κ.α αποφάνθηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα ότι ο παλιός «καλός» ελληνικός κινηματογράφος ήταν πλέον νεκρός, ανοίγοντας τον δρόμο για ένα νέο κινηματογράφο, που ξεκίνησε με τους Ξεχασμένους Ήρωες του Νίκου Γαρδέλη. Στην σύγκρουση εμπορικό εναντίον νεωτεριστικό φαίνεται να κερδίζει το δεύτερο.

Όλα τα όνειρα της Ελλάδος όμως ανατρέπονται από τον ερχομό της δικτατορίας. Αυτό το ανατρεπτικό κύμα της τέχνης προσκρούει άγρια στο τοίχο της χούντας. Η λογοκρισία στις ταινίες (που υπήρχε και παλαιότερα ακόμα, από την Συνοικία το Όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη το 1962) φτάνει σε άλλα επίπεδα και επηρεάζει τις επιλογές των ταινιών που θα προβληθούν στο Φεστιβάλ καθώς και τα βραβεία ενώ στην επιτροπή βλέπουμε την παρουσία και κυβερνητικών επιτρόπων.

Το 1967 προβάλλονται μόνο ταινίες του εμπορικού σινεμά και ο Πάυλος Ζάννας διώκεται και φυλακίζεται το 1968. Το κοινό όμως απαιτεί και η αλλαγή δεν μπορεί πλέον να σταματηθεί, έτσι το 1970 βραβεύεται η ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, Αναπαράσταση. Κάπως έτσι ξεκινάει η περίοδος του νέου ελληνικού Κινηματογράφου και την επόμενη χρονιά πραγματοποιείται το 12 Φεστιβάλ ή αλλιώς το φεστιβάλ της οργής όπως έμελλε να ονομαστεί.

Πριν φτάσουμε όμως εκεί είναι απαραίτητη μια μικρή περιγραφή της θέσης του κοινού της Θεσσαλονίκης, και του ιστορικού Β Εξώστη, στο Φεστιβάλ. Ο πολιτικά ανήσυχος κόσμος της εποχής είχε συσπειρωθεί και το έδαφος ήταν γόνιμο για ανατρεπτικές και επαναστατικές ιδέες τόσο σε Αθήνα όσο και σε Θεσσαλονίκη.

Η κατεξοχήν φοιτητούπολη είχε συγκεντρώσει νέο κόσμο με ανάγκη για δημιουργία και ελευθερία και που πλέον ήταν έτοιμος να πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση του μέλλοντος του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτό συνοψίζει το περιεχόμενο του Εξώστη Β, το κοινό που καθόταν στον δεύτερο εξώστη της αίθουσας του Φεστιβάλ.

Ο χαρακτήρας του φεστιβάλ τότε μπορούσε να χαρακτηριστεί ως οικογενειακός, καθώς ήταν το σημαντικότερο πολιτιστικό γεγονός όπου συμμετείχε ολόκληρη η πόλη και κατέληγε σε συναντήσεις σε καφέ όπου οι θεατές συζητούσαν μέχρι τις πρωινές ώρες πλάι πλάι με σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Ο Εξώστης Β ήταν η αυθόρμητη αντίδραση του νέου δημιουργικού καλλιτεχνικού πολιτικού και φοιτητικού κομματιού της κοινωνίας ενάντια σε ένα καταστρατηγημένο σινεμά.

Το 1971 οι επιλογές του Φεστιβάλ γιουχάρονται άγρια από τους θεατές του δεύτερου εξώστη. Η πρόκριση απαρχαιωμένων και προσφιλών στο καθεστώς ταινιών έναντι των νέων προκαλεί ξέσπασμα στον Β Εξώστη ο οποίος την πρώτη μέρα του φεστιβάλ υποδέχεται με χειροκροτήματα το Σσσστ! του Θόδωρου Μαραγκού ενώ αποδοκιμάζει με έντονο τρόπο το αντιστασιακό μελόδραμα Η χαραυγή της νίκης.

Οι παραγωγοί απειλούν με διακοπή της προβολής που όμως δεν κάμπτει το ηθικό του κοινού. Την επόμενη μέρα για πρώτη και μοναδική φορά στην ιστορία του φεστιβάλ διακόπτεται η προβολή ταινίας λόγω των αποδοκιμασιών του Εξώστη Β. Τα περιστατικά όσο κυλάει το φεστιβάλ γίνονται πιο άγρια.

Ο παραγωγός του Παπαφλέσσα. Τζαιμς Πάρις, αγοράζει την πλειοψηφία των εισιτηρίων για την προβολή της ταινίας του για να αποφύγει το γιουχάισμα ενώ ο σκηνοθέτης Κώστας Καραγιάννης χρειάστηκε να φύγει από την αίθουσα συνοδεία αστυνομικών για να αποφύγει βιαιοπραγίες ενώ συλλήφθηκαν και 5 φοιτητές.

Αξίζει να σημειωθεί πως η ταινία του Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού η οποία αντιμετωπίστηκε χλιαρά από την επιτροπή ενώ καταχειροκροτήθηκε από τον Εξώστη Β έπειτα από χρόνια θεωρήθηκε ως ίσως η καλύτερη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.

Έτσι το κοινό αρχίζει για πρώτη φορά να απαιτεί την αλλαγή. Η δύναμη του Εξώστη Β αυξάνεται και με την πτώση της χούντας όλα τα δημιουργικά ρεύματα της εποχής απελευθερώνονται με νέους καλλιτέχνες και δημιουργούς να μπαίνουν ορμητικά στο προσκήνιο. Θεατές και καλλιτέχνες ζητούν αλλαγές στο θεσμό αλλά και στο νομοθετικό πλαίσιο του ελληνικού κινηματογράφου, σκηνοθέτες αρνούνται να παραλάβουν τα βραβεία τους και το 1974 πραγματοποιείται προβολή ακόμα και των αποκλεισμένων ταινιών ενώ οι θεατές του εξώστη Β απονέμουν τα βραβεία των θεατών και επικρατεί το σύνθημα για Λαϊκό Φεστιβάλ.

Φουντώνουν οι συζητήσεις κατά την διάρκεια του φεστιβάλ για τον θεσμικό ρόλο και την οργάνωση των νέων κινηματογραφιστών. Θέτονται βάσεις για ένα δημοκρατικότερο φεστιβάλ και το 1975 είναι η πρώτη χρονιά που δεν υπάρχει επιτροπή λογοκρισίας. Παρόλα αυτά εξαιτίας της αντίδρασης για τις επιλογές του φεστιβάλ και με την σύγκρουση των κινηματογραφιστών με το υπουργείο Βιομηχανίας φτάνουμε στο αντι-φεστιβάλ του 1977.

Ενάντια στο κρατικό φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε την ίδια περίοδο ένα αντι-φεστιβάλ το οποίο όμως έμεινε στην μνήμη όλων ως το αληθινό φεστιβάλ κινηματογράφου και στο οποίο συμμετείχαν οι περισσότεροι νέοι καλλιτέχνες αρνούμενοι να συμμετέχουν στο επίσημο. Η σύγκρουση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1981 οπότε και η διοργάνωση του Φεστιβάλ πέρασε στο υπουργείο Πολιτισμού.

Στα επόμενα χρόνια ξεκίνησε αυτό που έπειτα θα χαρακτηριζόταν ως κρίση του ελληνικού κινηματογράφου.

Προηγούμενο άρθροΤα νησιά του Ελληνικού Κινηματογράφου Μέρος 4ο
Επόμενο άρθροΤα νησιά του Ελληνικού Κινηματογράφου Μέρος 5ο