Ποδοσφαιρικές ιστορίες αγάπης

Ποδοσφαιρικές
Advertisement

Ας δούμε κάποια από τα περισσότερο ή λιγότερο γνωστά ποδοσφαιρικά λαβ στόρι α λα ελληνικά που άφησαν εποχή.

Advertisement

Ο Ηλίας Υφαντής είχε μπλέξει στα δίχτυα του έρωτα και δεν εμφανίστηκε σε δύο – τρεις συνεχείς προπονήσεις. Ηταν η βεντέτα της ομάδας αλλά και από τους ωραιότερους άνδρες της εποχής. Ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε μεγάλος. Απαντες απαιτούσαν να του κρεμάσουν το δελτίο στο ταβάνι. Τη βραδιά που η διοίκηση θα συζητούσε την κοπάνα του αέρινου εξτρέμ, αθλητική εφημερίδα είχε τυπωθεί με τίτλο «Ενα χρόνο εκτός ομάδας ο Υφαντής».

Επειδή οι ερωτευμένοι έχουν πάντα ελαφρυντικά, ο παίκτης τιμωρήθηκε τελικά με αποκλεισμό ολίγων ημερών. Εξαλλος ο διευθυντής της εφημερίδας, επειδή με την τεχνολογία της εποχής δεν προλάβαινε να αλλάξει πρωτοσέλιδο, απαίτησε να αλλάξει η απόφαση. H διοίκηση των Ερυθρολεύκων ξαναγύρισε στο τραπέζι, ο Υφαντής τιμωρήθηκε με έναν χρόνο αποκλεισμό, ποινή η οποία τις επόμενες ημέρες μετατράπηκε σε αποκλεισμό από ένα – δύο παιχνίδια. Το ρεπορτάζ είχε… δικαιωθεί.

Οι έρωτες των άσων των γηπέδων ήταν ανέκαθεν το αλατοπίπερο στις σελίδες των εφημερίδων. Ιδιαίτερα όταν το love story είχε παρτενέρ κάποια γνωστή καλλιτέχνιδα. Ποδόσφαιρο και τέχνη σε πολλές περιπτώσεις συνδυάστηκαν αρμονικά και ουκ ολίγες φορές ανέβηκαν χέρι χέρι τα σκαλιά της εκκλησίας.

Ζευγάρι υπήρξαν προπολεμικά ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος και η Δέσπω Διαμαντίδου. Ως τον Φεβρουάριο του 2004, που η μεγάλη κυρία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου μετακόμισε στη γειτονιά των αγγέλων, ο Βενιαμίν (και μοναδικός εν ζωή) από τη χρυσή πεντάδα των Ανδριανοπουλαίων στη σύνθεση του Ολυμπιακού, έκρυβε τη σχέση του με την πανέμορφη Πειραιώτισσα. «Τώρα που η Δέσπω Διαμαντίδου δεν υπάρχει πια στη ζωή,αποκαλύπτω το όνομά της.

Σήμερα, δυστυχώς, οι αθλητές βγάζουν στο μεϊντάνι τις σχέσεις τους, ακόμη και παντρεμένοι.Ενας κύριος ποτέ δεν αποκαλύπτει τα μυστήρια των ερώτων του. Ο έρωτας είναι μυστήριο,όχι εμπόριο» υποστηρίζε ο 96χρονος  Λεωνίδας Ανδριανόπουλος στο βιβλίο τού Δημήτρη Καπράνου «Ο τελευταίος των πέντε».

H κόμισσα της Κέρκυρας και τα αμόρε της.

Ρένα Βλαχοπούλου πάντοτε ήταν κοντά στο ποδόσφαιρο και όχι μόνο στην ταινία «H Ρένα είναι οφσάιντ» (1972). H κερκυραία θεατρίνα, η οποία έφυγε από τη ζωή το 2004 πλήρης ημερών, ανήλικη ακόμη γνώρισε τον πρώτο της έρωτα στο πρόσωπο του κύπριου ποδοσφαιριστή της AEK Κώστα Βασιλείου.

Τον γνώρισε το 1938 σε ηλικία δεκαέξι ετών ενώ δούλευε σε ζαχαροπλαστείο στη Σπιανάδα.

Ομορφόπαιδο ο Βασιλείου και πρωταγωνιστής στη μεγάλη ομάδα της AEK (1935-1942) με την οποία το 1939 κατέκτησε το νταμπλ, ξετρέλανε την Κερκυραία, η οποία την επόμενη χρονιά τον ακολούθησε στην Αθήνα όπου και παντρεύτηκαν.

Ο γάμος τους διαλύθηκε δύο χρόνια αργότερα. Σε αυτό συνέβαλε ένας άλλος άνθρωπος του ποδοσφαίρου, ο τότε γενικός αρχηγός του Παναθηναϊκού Γιάννης Κωστόπουλος, γόνος καλής οικογενείας, τον οποίο η Ρένα Βλαχοπούλου παντρεύτηκε το 1942.

H συγκατοίκηση του Κούδα με τη Μαρί Μπονέ.

Το 1966 εγκατέλειψε τον ΠΑΟΚ και εγκαταστάθηκε στον Πασαλιμάνι οικογενειακώς με στόχο να… εκβιάσει μεταγραφή στον Ολυμπιακό ο Γιώργος Κούδας. Ηταν μόλις είκοσι χρόνων. Ομορφόπαιδο, συνεσταλμένος και πάνω από όλα σπάνιο ποδοσφαιρικό ταλέντο. Στον Πειραιά γνωρίστηκε με τη δεκαεννιάχρονη χορεύτρια και εκκολαπτόμενη τραγουδίστρια Μαρία Μπόνου ή Μαρί Μπονέ, όπως ήταν το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο. Οι κοινές εμφανίσεις τους κοσμούσαν τις κοσμικές στήλες. «Το 1968 επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη και η Μαρί Μπονέ έρχεται μαζί μου.

Είμαστε συγκάτοικοι με την κοπέλα και εγώ λόγω του ΠΑΟΚ και της Εθνικής απασχολούσα συνεχώς το ρεπορτάζ και όχι μόνο το αθλητικό αλλά και το κοσμικό» γράφει ο Κούδας στα απομνημονεύματά του που εκδόθηκαν με τίτλο «Της ζωής μου το παιχνίδι». Στη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης όπου παντρεύτηκαν το 1968 με κουμπάρο τον (τότε) πρόεδρο του ΠΑΟΚ Γιώργο Παντελάκη έγινε το αδιαχώρητο. Ο γάμος διαλύθηκε το 1976 «λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων».

Ποδοσφαιρικές ιστορίες αγάπης
ΗΜάρθα Καραγιάννη με τον Μίμη Στεφανάκο.

Μίμης – Λάουρα – Μάρθα και Μάρθα – Βασίλης

Μεταπολεμικά το ραδιόφωνο αρχικά και στη συνέχεια η τηλεόραση, εκτόξευσαν στα ύψη τη φήμη παικτών και καλλιτεχνών. Αν κάποιος συνδύαζε ποδόσφαιρο και κινηματογράφο ήταν δε και ομορφόπαιδο, όπως ο Μίμης Στεφανάκος, ο γυναικείος πληθυσμός έτρεχε ξωπίσω του. Το 1956 μεταγράφηκε από την Υπεροχή Εξαρχείων στον Ολυμπιακό, με τη φανέλα του οποίου γνώρισε μεγάλες δόξες. Εκτός από την τέχνη της μπάλας, έμαθε αρκετά καλά και την τέχνη της υποκριτικής.

Ως παίκτης κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα, έξι κύπελλα και ένα κύπελλο Βαλκανίων. Ως ηθοποιός πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Κομήτης Χάλεϊ», «Καραγκούνα», «Ο διαιτητής», «Σκότωσα για το παιδί μου», «Αθήνα ώρα 12». Στις νυχτερινές εξόδους του συνοδευόταν από την αγαπημένη του Λάουρα, διάσημη τραγουδίστρια και σοουγούμαν της εποχής. Στη συνέχεια γνωρίστηκε με την ντίβα του ελληνικού σινεμά Μάρθα Καραγιάννη, με την οποία παντρεύτηκαν το 1961 και χώρισαν έπειτα από δύο χρόνια.

Τη δεκαετία του 1970 η Μάρθα Καραγιάννη πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο, αναζητώντας ζεστασιά στην αγκαλιά του τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού Βασίλη Κωνσταντίνου. (Νυχτο)περπατημένος και γυναικοκατακτητής όσο ελάχιστοι, ο Μαρουσιώτης άσος, όσο καθόταν κάτω από τα δοκάρια του Παναθηναϊκού και της Εθνικής τροφοδοτούσε με φωτογραφίες και ειδήσεις το κοσμικό ρεπορτάζ.

Στο μεταξύ τα πράγματα στην εξέδρα είχαν αρχίσει να αγριεύουν και οι φανατικοί δεν χαρίζονταν σε κανέναν. Ευτυχώς που η Καραγιάννη ήταν έξω καρδιά. «Την έβριζαν χυδαία.Το έκαναν για να εκνευριστώ, να αποβληθώ, να μην έχω καλή απόδοση. Την πρώτη φορά που τα άκουσα ενοχλήθηκα, αλλά τη δεύτερη και για πολλά χρόνια δεν έδινα σημασία»σχολίασε ο Νο 1 των Πρασίνων μετά το τέλος της καριέρας του και του δεσμού του με την Καραγιάννη.

Από τον Παναθηναϊκό για τα νυχτοπερπατήματά του ξεχώριζε και ο Λάκης Πετρόπουλος, ο οποίος κρατούσε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Οι άσσοι του γηπέδου» σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, η οποία προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1957. «Ο Πετρόπουλος ο γόης/ του γηπέδου Δον Ζουάν/ στην τριπλέτα καουμπόης/ και στα θηλυκά Ταρζάν» τραγουδούσε χορωδία στην ταινία σε στίχους Ναπολέοντα Ελευθερίου.

Λουκανίδης, Αυγητίδης και Σιδέρης ο «φόντακας»

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 κατέβηκαν στην Αθήνα ο Τάκης Λουκανίδης από τη Δόξα Δράμας και ο τερματοφύλακας της Καλαμαριάς Παράσχος Αυγητίδης. Την ομορφιά τους έντυσαν ο πρώτος με την πράσινη φανέλα του Παναθηναϊκού και ο δεύτερος με την ερυθρόλευκη του Ολυμπιακού. Στις νυχτερινές εξόδους ήταν περιζήτητοι.

Ο Αυγητίδης, προτού εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο και μετακομίσει για μόνιμη εγκατάσταση στο Γιοχάνεσμπουργκ, διατηρούσε δεσμό με τη μεγάλη βεντέτα του ελαφρολαϊκού τραγουδιού Καίτη Μπελίντα, η οποία το 1962 κέρδισε το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το τραγούδι «Οι αλυσίδες» των Κώστα Γιαννίδη και Στέλιου Χριστοφορίδη. Ο Λουκανίδης  είχε θεαθεί να κάνει παρέα με την ηθοποιό Αννα Φόνσου, η οποία ήταν τότε ανερχόμενη σταρ του σινεμά.

Οπως περιγράφει στα απομνημονεύματά του «Εγώ ο Τάκης Λουκανίδης», προτού γνωρίσει στο ζαχαροπλαστείο Αλάσκα στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς την αγαπημένη του Ανυ, με την οποία δηλώνει ερωτευμένος ως σήμερα, έμπλεξε σε μια περιπέτεια με μια πιτσιρίκα ονόματι Γιούλα. H μητέρα της τον κατήγγειλε στην αστυνομία, άδικα όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ότι αποπλάνησε την κόρη της και ο Λουκανίδης πέρασε προφυλακισμένος 20 ημέρες στις φυλακές Αβέρωφ, οι οποίες βρίσκονταν απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο, εκεί που είναι σήμερα το κτίριο του Αρείου Πάγου.

Περιζήτητος γαμπρός ήταν ο σέντερ φορ του Ολυμπιακού Γιώργος Σιδέρης. Ο «φόντακας» των ελληνικών γηπέδων άναβε φωτιές στις καρδιές των κοριτσιών με την ίδια συχνότητα που παραβίαζε τα δίχτυα των αντίπαλων ομάδων. Για ένα διάστημα έκανε παρέα με τη χορεύτρια και σοουγούμαν Ερρικα Μπρόγερ, μετέπειτα κυρία Βουτσά.

Ο «στρατηγός» και η μούσα (του)

Το πιο διάσημο ζευγάρι του ποδοσφαίρου και του τραγουδιού ήταν ο Μίμης Δομάζος και ο αξέχαστη Βίκυ Μοσχολιού. Οταν έβγαινε ο Δομάζος πάντα πρώτος από τα αποδυτήρια στον αγωνιστικό χώρο και από τα μεγάφωνα έπαιζαν τον «Αλήτη» του Γιώργου Ζαμπέτα με τη Μοσχολιού, το θερμόμετρο ανέβαινε στα ύψη. Οι Παναθηναϊκοί παθιάζονταν, ενώ οι αντίπαλοι οπαδοί σκαρφίζονταν συνθήματα για να τον πικάρουν.

Τις μεγάλες επιτυχίες τους οι παίκτες του Παναθηναϊκού τις γλεντούσαν στο κέντρο που τραγουδούσε η Μοσχολιού, όπου σύχναζε τα περισσότερα βράδια ο «στρατηγός», χωρίς το ξενύχτι να επηρεάσει την καριέρα του. Επαιξε μπάλα ως τα σαράντα. Στον γάμο τους 30.000 κόσμος έκανε κατάληψη στην εκκλησία. «Το μόνο πρόβλημα που είχαμε ήταν το δικό μου…

Δηλαδή ότι τον αγαπούσα πολύ, ήταν η πρώτη μου αγάπη, και δεν τον χαιρόμουν. Μια βδομάδα με τον Παναθηναϊκό στο ξενοδοχείο, μετά άλλη μία εβδομάδα με την Εθνική στο ξενοδοχείο, δεν προλάβαινα να τον δω…» σχολίασε αργότερα η Βίκυ Μοσχολιού μη θέλοντας να πικράνει τον καλό της ακόμη και μετά τον χωρισμό τους το 1979.

Να, και η Ελενα με τον Τάσο

Από τα πιο μακροχρόνια είναι το λαβ στόρι του Τάσου Μητρόπουλου. Ο άσος του Εθνικού και του Ολυμπιακού, ο οποίος καμάρωνε επειδή όπως έλεγε έβγαλε το πανεπιστήμιο της ζωής και έμαθε μπάλα στις αλάνες της Πετρούπολης, ζει έναν μοναδικό έρωτα με τη γνωστή πρωταγωνίστρια του ελληνικού κινηματογράφου Ελενα Ναθαναήλ.

Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια και μάλιστα χωρίς το ζευγάρι να φτάσει ποτέ στα σκαλιά της εκκλησίας. «Είμαι τυχερός που γνώρισα έναν σπάνιο άνθρωπο και χαρακτήρα. Την Ελενα Ναθαναήλ. Αυτή είναι τα φώτα μου, σε αυτήν οφείλω τη ζωή μου, ό,τι έκανα ως σήμερα. Τα λίγα ή πολλά στο ποδόσφαιρο» αποκάλυψε το 1997 σε συνέντευξή του στα «Νέα». Ο έρωτας με την Ελενα κράτησε τον Τάσο πρωταγωνιστή για πάνω από είκοσι χρόνια και ως τα σαράντα του στα ελληνικά γήπεδα.

«Οι μεγάλοι έρωτες, όλοι τους, είναι σαν ερωτικό παράπονο. Ο έρως στερείται νίκης. Αρχίζει και τελειώνει με την ήττα του ανδρός» έχει γράψει ο αιρετικός Ηλίας Πετρόπουλος. Στην υπερηφάνεια του ανδρός να κρύβεται άραγε η αιτία που οι περισσότεροι άσοι των γηπέδων ευτύχησαν ποδοσφαιρικά και ατύχησαν συναισθηματικά; Ο ανέραστος πάντως, εντός και εκτός γηπέδων, είναι μονίμως ηττημένος.

Προηγούμενο άρθροΔουλικό αμέσου δράσεως 1972-1973
Επόμενο άρθροΟ Σωκράτης και η διαχρονική αξία του