Φίνος-Κονιτσιώτης ανθρώποι ποιότητας

Advertisement

Ο παλιός, καλός ελληνικός κινηματογράφος, πέρα από τις αξέχαστες ταινίες που άφησε παρακαταθήκη στις νέες γενιές, προσέφερε στην ελληνική κοινωνία πολύ περισσότερα από ότι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.

Advertisement

Όχι, δεν αναφερόμαστε μόνο στις ρεαλιστικές ηθογραφίες που καυτηρίασε, αλλά και στα μαθήματα ζωής που προσέφερε μέσα από τις υπερβάσεις των δημιουργών του. Υπερβάσεις που πέρα από το οικονομικό σκέλος, είχαν να κάνουν με την ευελιξία των ανθρώπων του στο να πάρουν δύσκολες αποφάσεις προκειμένου να δημιουργήσουν κάτι καλό.

Όπως π.χ. το να συμμαχήσουν δύο ανταγωνιστές για να γυρίσουν μια ταινία.

Δείγμα κι αυτό της ποιότητας των ανθρώπων της εποχής, που πέρα από τα μεγάλα ελαττώματά τους, είχαν περισσότερο ανεπτυγμένο το ένστικτο της συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Διότι αν δεν υπήρχαν όλα αυτά, πώς θα ήταν δυνατόν να συμμαχήσουν ο Φιλοποίμην Φίνος και ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης, δύο μεγάλοι ανταγωνιστές – προσοχή, ανταγωνιστές λέμε, όχι εχθροί -, για να δημιουργήσουν μια ταινία;

Μια ταινία δύσκολη και κοστοβόρα, δεδομένου ότι αφορούσε ιστορικά πρόσωπα, Αναφερόμαστε φυσικά στην ταινία με τίτλο «Είμαι αθώος», η οποία γυρίστηκε από τους δύο αυτούς παραγωγούς το 1960 και αποτελούσε κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Μανώλη Σκουλούδη, «Υπόθεση Ντρέϋφους», του οποίου η θεατρική διασκευή στηρίχτηκε στο μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά.

Υπόθεση που σύμφωνα με τους ιστορικούς, αφορούσε μια από τις μεγαλύτερες δικαστικές πλάνες όλων των εποχών.

Η υπόθεση ήταν η εξής: Αρχές του 20ου αιώνα και το στρατιωτικό κατεστημένο της Γαλλίας, με επικεφαλής έναν φιλοχρήματο και γυναικοθήρα κατώτερο αξιωματικό, κατηγορεί τον λοχαγό Αλφρέδο Ντρέϋφους ότι δήθεν παρέδιδε μυστικά στους Γερμανούς.

Μετά από μια δίκη παρωδία, ο Ντρέϋφους καταδικάζεται και φυλακίζεται. Όμως ο Εμίλ Ζολά πιστεύει ακράδαντα στην αθωότητά του και, μέσω του Τύπου, δίνει μια γενναία και αποτελεσματική μάχη, η οποία θα οδηγήσει στο ξεσκέπασμα της σκευωρίας και στην αποκατάσταση της τιμής του αδίκως διασυρμένου λοχαγού.

Αξεπέραστη η ερμηνεία του Γιάννη Αργύρη – ο οποίος υποδύονταν τον Εμίλ Ζολά –, την ώρα που στο δικαστήριο απαγγέλει το «Κατηγορώ», ένα αριστουργηματικό κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μέσα από το οποίο ο Ζολά κατακεραύνωνε το κατεστημένο της Γαλλίας για τη σήψη, την αλαζονεία και την ανικανότητά του να απονείμει δικαιοσύνη.

Τον ρόλο του Αλφρέδο Ντρέιφους υποδύθηκε ο υποβλητικός Δημήτρης Μυράτ, ενώ στην ταινία συμμετέχουν ακόμα οι Αλέκος Αλεξανδράκης, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Βούλα Ζουμπουλάκη, Βύρων Πάλλης, Αλίκη Γεωργούλη, Βασίλης Ανδρονίδης, Σπύρος Καλογήρου, Γιώργος Νέζος, Γιώργος Μετσόλης, Νίκος Δενδρινός, Βασίλης Μαυρομάτης, Κλειώ Σκουλούδη, Σάσα Καζέλη, Μαρί Βασιλείου, Νέλλυ Παππά, Λάμπρος Κοτσίρης, Θόδωρος Έξαρχος κ.α.

Η σκηνοθεσία ήταν του Ντίνου Κατσουρίδη και το σενάριο του Μανώλη Σκουλούδη. Η ταινία «Είμαι αθώος» χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς της εποχής ως μια από τις πλέον ατμοσφαιρικές εκείνων των χρόνων, στην οποία πολλοί αξιόλογοι ηθοποιοί ανέδειξαν μια διαφορετική πτυχή του υποκριτικού τους ταλέντου, πτυχή που δεν είχε ξαναδεί το ελληνικό κοινό.

Ίσως αυτό μάλιστα να ήταν ένα στοιχείο που «ξένισε» τους σινεφίλ της εποχής και δεν ανέδειξαν την ταινία σε μια ακόμα εμπορική επιτυχία του Φίνου. Έτσι, η ταινία που προβλήθηκε στους κινηματογράφους τη σεζόν 1960-1961, έκοψε μόλις 22.999 εισιτήρια στην πρώτη προβολή της, αριθμός που την έφερε στην 22η θέση ανάμεσα στις 58 ταινίες που προβλήθηκαν τη σεζόν εκείνη.

Παραδόξως, διαβάζουμε ότι η επίδοση αυτή δεν ξάφνιασε και δεν απογοήτευσε τους δημιουργούς της, οι οποίοι ανέμεναν δυσκολίες στην αποδοχή της από το κοινό, δεδομένου του ιστορικού χαρακτήρα της και μάλιστα με γεγονότα που συνέβησαν στην Γαλλία και όχι στην Ελλάδα. Από την άλλη, οι δυσκολίες της ελληνικής κοινωνίας εκείνη την εποχή ίσως και να μην βοηθούσαν στο να έρθουν θεατές σε μια ταινία άκρως δραματική και πολύ διαφορετική από τις συνηθισμένες.

Ήταν άλλωστε η εποχή που οι κωμωδίες του Φίνου «έσπαγαν ταμεία».

Η υποβλητική μουσική του έργου «Είμαι αθώος» ήταν του Τάσου Μαστοράκη και το μοντάζ – επίσης – του Ντίνου Κατσουρίδη.

Προηγούμενο άρθροΗ ανάρτηση του Όμηρου Ευστρατιάδη
Επόμενο άρθροΠάσχα με τ’ αστέρια