Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν ήταν πάντοτε αυτό που ξέρουμε σήμερα. Στα χρόνια της ακμής του υπήρχε διάχυτη η αντίληψη πως πρόκειται για μια «αβάσταχτη ελαφρότητα» που δεν θα αντέξει στο χρόνο.
Έτσι γύρω από τα κινηματογραφικά πλατό αναπτύχθηκαν σχέσεις και συνεργασίες που έμειναν για πάντα πίσω από τον κινηματογραφικό φακό και τα φώτα της δημοσιότητας. Και φυσικά όλοι δρούσαν με την πεποίθηση ότι τίποτε από όλα αυτά δεν θα μείνει, όλα θα ξεχαστούν και κανείς δεν θα μιλά για αυτά ύστερα από καιρό.
Να όμως που ο χρόνος κράτησε ζωντανές τις μνήμες του παλιού ελληνικού σινεμά διαμορφώνοντας ένα μικρό γαλαξία αστέρων στους οποίους επιστρέφουμε κάθε τόσο μέσα από τις αλλεπάλληλες προβολές των ταινιών του ’50 και του ’60.
Οι πρωταγωνίστριες της εποχής εκείνης είχαν ανάγκη από την υψηλή ραπτική που φαίνεται πως την έβρισκαν στο πρόσωπο ενός γνωστού μόδιστρου, του Ντίμη Κρίτσα.
Ο Ντίμης Κρίτσας ιδρυτής του ομώνυμου οίκου μόδας, μεσουρανούσε τις δυο «καυτές» δεκαετίες του σινεμά στην Ελλάδα. Εκτός από την βασιλική οικογένειας και τους κοσμικούς της Αθήνας έντυνε και τις βεντέτες του ελληνικού κινηματογράφου – την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Τζένη Καρέζη, τη Ζωή Λάσκαρη, τη Μελίνα Μερκούρη.
Το όνομά του ωστόσο δεν υπάρχει σε κανένα ζενερίκ ελληνικής ταινίας, επειδή τότε για ένα οίκο ραπτικής όπως του Κρίτσα δεν ήταν πολύ σικ να σχετίζεται με το σινεμά.
Παρέμεινε λοιπόν ένα μικρό μυστικό ανάμεσα στον μόδιστρο και τις πρωταγωνίστριες της μεγάλης οθόνης που σήμερα είναι πια γνωστό τοις πάσι.
Ο Ντίμης Κρίτσας ωστόσο δεν αρνήθηκε ποτέ ένα τρυφερό ενσταντανέ με την Καρέζη ή την Βουγιουκλάκη αλλά ως εκεί.
Αναρωτιέται κανείς με πόση ζέση και λαχτάρα θα έσπευδαν να προβληθούν μέσα από τους σύγχρονους σταρ οι σημερινοί μόδιστροι. Πολλά άλλαξαν από τότε. Κυρίως χάθηκε η μαγεία.