Η εξορία και η προδοσία του συναδέλφου του

εξορία
Advertisement

Ο μεγάλος ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου Μίμης Φωτόπουλος γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1913 στη Ζάτουνα της Γορτυνίας. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, καθώς έμεινε νωρίς ορφανός από πατέρα. Ξεκίνησε να σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά την παράτησε στο δεύτερο έτος. Η καλλιτεχνική του φύση τον οδήγησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (τότε Βασιλικού Θεάτρου).

Advertisement

Πρεμιέρα στη θεατρική του καριέρα έκανε στο 1932, σε ηλικία 19 ετών, στην παράσταση «Λοκαντιέρα», με το θίασο Κουνελάκη. Δύο χρόνια αργότερα αναχώρησε για την πρώτη του περιοδεία, με το θίασο «Δράματος, κωμωδίας, κωμειδυλλίου και επιθεωρήσεως» του Θεμιστοκλή Νέζερ. Λίγο πριν από τον πόλεμο του ’40 έκανε ένα σύντομο πέρασμα απ’ το χώρο του βαριετέ και το θέατρο της Κατερίνας, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιθεωρήσεις και μουσικές ηθογραφίες.

Στη διάρκεια της κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στις τάξεις του ΕΑΜ. Συμμετείχε στα Δεκεμβριανά, συνελήφθη από τις βρετανικές μονάδες και εκτοπίστηκε στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα, από όπου επέστρεψε τον Μάρτη του 1945.

Το στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα, που βρισκόταν 150 χιλιόμετρα μακριά από την Αλεξάνδρεια, ήταν τόπος εξορίας των Ελλήνων αριστερών, κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών.

Στο βρετανικό στρατόπεδο της Αιγύπτου, στάλθηκαν πάνω από 5.000 Έλληνες αριστεροί και όχι μόνο.
Ανάμεσά τους και ο ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος.

Μίμης Φωτόπουλος
Ο Μίμης Φωτόπουλος.

Τα πολιτικά πιστεύω του Φωτόπουλου

Κατά την περίοδο της κατοχής, ο Μίμης Φωτόπουλος εντάχθηκε στην αντίσταση και συμμετείχε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.
Λόγω της μόρφωσής του, είχε αναλάβει περισσότερο «διαφωτιστικό» ρόλο. Μετέφερε δηλαδή τις ιδέες και τη θεωρία της επανάστασης στον απλό κόσμο.

Το 1944, έγινε μέλος και στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών, της ομάδας, δηλαδή, των ηθοποιών, που πρότασσαν, μέσα από τα έργα τους, τις ιδέες της αριστεράς.
Σαν μέλος αυτού του θιάσου, συμμετείχε σε παραστάσεις που γίνονταν σε υπόγεια θέατρα, υπό το άγρυπνο μάτι ανθρώπων του ΕΛΑΣ, που φύλαγαν ηθοποιούς και θεατές από ενδεχόμενο χτύπημα.

Η σύλληψη του ηθοποιού και η εξορία

Στα τέλη του 1944, τα Δεκεμβριανά είχαν ήδη ξεσπάσει στην Αθήνα.
Οι συγκρούσεις των ανταρτών με τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές δυνάμεις ήταν καθημερινές και σφοδρές.
Πολλά σπίτια κάηκαν και χιλιάδες άνθρωποι, ακόμα και αμέτοχοι στη σύρραξη, βρήκαν τραγικό θάνατο.
Ένα από τα σπίτια που παραδόθηκαν στις φλόγες, ήταν και αυτό του Μίμη Φωτόπουλου. Η απώλεια ήταν μεγάλη.
Όχι μόνο γιατί ο ίδιος και ο αδελφός του βρέθηκαν στον δρόμο, αλλά και γιατί μέσα στο σπίτι τους, τα δύο αδέλφια είχαν μια τεράστια βιβλιοθήκη, με περοσσότερα από 2.000 βιβλία, που κάηκαν.

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1945, ο Φωτόπουλος επισκέφτηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει δουλειά.

Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου.
Ο ίδιος έχει περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του, «το ποτάμι της ζωής μου»:

«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να “μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε».

Διαβάστε επίσης
Όταν ο Βέγγος σταμάτησε γυρίσματα σε ταινία

Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι φορτώθηκαν σε ένα καράβι και απέπλευσαν από το Φάληρο, με άγνωστο προορισμό.
Μέσα στο πλοίο βρίσκονταν στοιβαγμένοι Έλληνες άντρες κάθε ηλικίας. Κανείς τους δεν γνώριζε που τους πήγαιναν.

«Μας βάλανε στα έγκατα του καραβιού και μας κλείσανε πίσω από καγκελωτές σιδερένιες πόρτες, με σκοπούς μπροστά να μας φυλάνε. Ότι σαλπάραμε, το καταλάβαμε από το τράνταγμα της προπέλας, καθώς έσκιζε τα νερά του Σαρωνικού. Για που τραβάγαμε; Σίγουρα πάντως όχι για την Αίγινα».

Ο προορισμός ήταν η Ελ Ντάμπα της Αφρικής.

Η ζωή στο στρατόπεδο

Οι συνθήκες ζωής στην Ελ Ντάμπα ήταν πολύ δύσκολες.
Το στρατόπεδο είχε στηθεί πρόχειρα σε αμμόλοφους της ερήμου.
Οι Έλληνες, που δεν είχαν συνηθίσει το κλίμα της Αφρικής, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν.
Την ημέρα η ζέστη ήταν αφόρητη και το βράδυ η παγωνιά έκανε τους αιχμαλώτους να υποφέρουν.
Οι υποδομές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι εξόριστοι ζούσαν μέσα σε συρματοπλέγματα, που έμοιαζαν με τεράστια κλουβιά.
Οι σκηνές δεν έφταναν για όλους, με αποτέλεσμα να συνωστίζονται για να κοιμηθούν.

Οι ψείρες έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους.
Το φαγητό ήταν μια ακόμη δύσκολη εμπειρία για τους εξόριστους.
Στην έρημο, οι αμμοθύελλες ήταν συχνές, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι εξόριστοι να μασάνε κόκκους άμμου, μέσα στο λιγοστό φαγητό που τους έδιναν.
Όλοι έψαχναν διεξόδους, που θα κράταγαν ζωντανή την ελπίδα για ζωή.
Ο Μίμης Φωτόπουλος βρήκε καταφύγιο στο θέατρο.
«Καιρό τώρα σκεφτόμασταν, πως μας έλειπε κάτι το ουσιαστικό. Ήταν το θέατρο. Στο κλουβί μας υπήρχε ένας θεατρώνης, ένας υποβολέας κι ένας ηθοποιός.
Μετά τις παραστάσεις που δώσαμε μες το κλουβί μας, φύγαμε για περιοδεία και στ’ απέναντι κλουβί».

Για αρκετό καιρό, ο Φωτόπουλος και η ομάδα του διασκέδαζαν τους υπόλοιπους κρατούμενους, κάνοντας κάτι δημιουργικό.

Οι μέρες κυλούσαν κι ενώ η ζωή στην Ελ Ντάμπα είχε μπει σε ένα ρυθμό, στην Ελλάδα, οι συγγενείς του ηθοποιού δεν είχαν καταφέρει να μάθουν τίποτα, για την τύχη του αγαπημένου τους.

Το γράμμα που έγραψε ο Φωτόπουλος προς την αγαπημένη μητέρα του, δεν έφτασε ποτέ.

«Μας δώσανε από ένα επιστολόχαρτο να δώσουμε στους δικούς μας, ένα μήνυμα που θα ‘βαζε τέλος στην αγωνία της μάνας μου.
«Μάνα μου, βρίσκομαι στην Αφρική, στα σύρματα, χωρίς να ξέρω γιατί. Μ’ αρπάξανε βάναυσα μέσα από τη ζεστασιά σας. Είμαι καλά.
Όμως, η σκέψη μου είναι όλες τις ώρες κοντά σας. Γράψτε μου αμέσως δυο λέξεις, να μάθω κάτι για σας. Η αγωνία μου είναι τέτοια, που δεν περιγράφεται».

Η ίδια αγωνία κυρίευε όλη την οικογένεια. Έτσι, όταν ο ηθοποιός επέστρεψε, τον Μάρτιο του 1945, η ξαδέλφη του
που τον αντίκρισε πρώτη, ξαφνιάστηκε τόσο, που της έπεσε από τα χέρια το ταψί με το φαγητό που κρατούσε.

Ήταν 25η Μαρτίου και ο Φωτόπουλος θεώρησε τη μέρα εκείνη, σημάδι της μοίρας.

Η περιπέτεια του ηθοποιού είχε αίσιο τέλος, αλλά ο ίδιος δεν ξέχασε ποτέ τη σκληρή εμπειρία της εξορίας.

Γι’ αυτό, η περιγραφή της περιόδου εκείνης στο βιβλίο του, είναι πολύ ζωντανή.

Προηγούμενο άρθροΟ τσαρλατάνος 1973-1974
Επόμενο άρθροΟι αναμνήσεις ενός Πρίγκιπα