Λέει μια παροιμία. Ο θέρος και ο τρύγος μοιάζουν με τον πόλεμο, απαιτούν γενικό ξεσηκωμό. Ο τρύγος ήταν σωστό πανηγύρι. Οι τρυγητές ξεκινούσαν για το αμπέλι πρωί – πρωί.
Τα παιδία έβρισκαν ευκαιρία να απουσιάσουν απ’ το σχολείο, συμμετέχοντας κι αυτά στον τρύγο. Συγγενείς, γειτόνοι, φίλοι αλληλοβοηθούνταν. Φόρτωναν στα ζώα κόφες, κοφίνια, βαρέλες με νερό και άλλα χρειώδη και ξεκινούσαν για το αμπέλι. Μπαίνοντας στο αμπέλι άρχιζαν το τραγούδι:
<< Μπαίνω μες στ’ αμπέλι σαν νοικοκυρά.>> Αμέσως άρχιζαν το κόψιμο των σταφυλιών τα οποία τα έρι-χναν στα κοφίνια. Όταν γέμιζαν τα κοφίνια τα έριχναν στις κόφες που βρίσκονταν φορτωμένες στα ζώα. Όταν γέμιζαν οι κόφες τις σκέπαζαν με χράμια για να μη χύνονται τα σταφύλια στους ανηφορικούς δρόμους και οδηγούσαν τα ζώα, συνήθως οι άνδρες στο σπίτι όπου βρισκόταν ο ληνός (πατητήρι).
Τα περισσότερα σπίτια είχαν ληνό αφού όλοι στο χωριό είχαν αμπέλια. Κατά τον τρύγο διάλεγαν μερικά σταφύλια για φαγητό, να φιλέψουν γειτόνους που δεν είχαν αμπέλια ή για να κρεμάσουν <<κρεμασταρες >> και να τα φάνε αργότερα, το χειμώνα. Τις <<κρεμαστάρες>> τις έκοβαν με μικρό κομμάτι βέργας για να τις κρεμάσουν απ’ αυτή. Μετά τον τρύγο άρχιζε το πάτημα.
Για να πάρει κόκκινο χρώμα το κρασί, αφήνουν το μούστο μαζί με τα τσίπουρα από 12 έως 24 ώρες. Κατόπιν ο μούστος μπαίνει στα βαγένια όπου έριχναν και το ανάλογο ρετσίνι για άρωμα και συντηρητικά. Τα τσίπουρα για να δώσουν όλο το κρασί τα τσιφιλιάζουν δηλ. τα πιέζουν με χειροκίνητο πιεστήριο, την τσιφιλιά.Βασίλης Δρακόπουλος (Τρίπολη) Εκπαιδευτικός
Στο Αγγελόκαστρο η ιστορία των αμπελιών χάνεται στο παρελθόν. Τα αμπέλια ήταν διάσπαρτα σε διάφορες περιοχές όπως, στα Παλιάμπελα, στον ΑϊΛιά, στα Καμάρια, στη Σκαφίδα και σ’ άλλες περιοχές. Η καλλιέργειά τους ξεκινούσε με το κλάδεμα που γινόταν συνήθως γύρω στα Χριστούγεννα και λίγο αργότερα, και ακολουθούσε το σκάψιμο (ύψωμα του χώματος γύρω από τη ρίζα του φυτού).
Το Μάρτιο γινόταν το ράντισμα με γαλαζόπετρα και λίγο διαλυμένο ασβέστη, και το Μάιο το θειάφισμα με το «κιαφολόγι». Πέρα… μετά τις 20-25 Σεπτεμβρίου, ανάλογα με τον καιρό γίνονταν ο τρύγος. ΄΄ΘΕΡΟΣ–ΤΡΥΓΟΣ-ΠΟΛΕΜΟΣ΄΄, έλεγαν εκείνα τα χρόνια οι παλιοί για να δείξουν ότι ο τρύγος ήταν μια σοβαρή και κουραστική υπόθεση.
Μπαίνοντας ο Σεπτέμβριος σε όσους είχαν αμπέλια άρχιζαν οι προετοιμασίες. Πλένανε τα βαρέλια και τα γεμίζαμε με νερό για να «ρουπόσουν» δηλ. να διασταλούν οι ξύλινες ρωγμές με την απορρόφηση νερού ώστε να γίνουν στεγανά. Φέρνανε τους «βαρελάδες» – εξειδικευμένους ανθρώπους γι’ αυτή τη δουλειά– για να επιδιορθώσουν τα παλιά δρύινα βαρέλια απ’ τη φθορά του χρόνου, και αγοράζανε καινούργια καλάθια ή κοφίνες (καπνοκάλαθες), από πλανόδιους γύφτους, εάν είχαν χαλάσει τα παλιά.
Τη μέρα του τρύγου απ’ το πρωί όλη η γειτονιά στο πόδι, και όλοι βουρ για το αμπέλι. Οι μεγάλοι έκοβαν τα σταφύλια με τα τροχισμένα ψωμομάχαιρα, τα έβαζαν στα καλάθια και από κει στις καπνοκάλαθες, που τις μεταφέρανε στον ώμο για το φόρτωμα στα ζώα, η στις πλατφόρμες των τρακτεριών τα τελευταία χρόνια. Έτσι το φορτίο μεταφέρονταν στο «κάδο» για το πάτημα. Ένας τέτοιος τρύγος- γιορτή- μου’ρχεται τώρα στο μυαλό σ’ ένα απ’ τα τελευταία τότε αμπέλια στο χωριό. Στο αμπέλι του Ρόμπολα, που ήταν 100 περίπου μέτρα μέσα απ’ το σταθμό του τραίνου κάτω στο σταθμό.
Ο κάδος ήταν ένας πέτρινος κτιστός χώρος σε σχήμα μεγάλου βαρελιού που στη βάση του υπήρχε έξοδος αυλακωτή με κάνουλα ώστε να τρέχει ο μούστος στο καζάνι. Στο κάδο αυτό προσαρμόζονταν το ξύλινο πατητήρι, όπου πατούσανε τα σταφύλια και βγάζανε το χυμό των σταφυλιών, το μούστο. Ο μούστος με την περίεργη εκείνη μοσχοβολιά, τραβούσε τις μέλισσες και τις σφήκες, που ήταν αδύνατον να πατάς σταφύλια και να μην σε τσιμπήσουν, οπότε σαν αντίδοτο χρησιμοποιούσανε το «σταύρωμα» με το μαχαίρι και το ξίδι. Από το κάδο γεμίζανε τα καζάνια με μούστο και γεμίζαμε μετά τα βαρέλια.
Μετρούσανε την περιεκτικότητα του σακχάρου με ειδικό όργανο το «γράδο». Εάν η χρονιά ήταν καλή με ζεστό καιρό και χωρίς βροχές, τα κρασιά είχαν πάνω από 12 βαθμούς, πού ήταν η αρχή για ένα καλό κρασί. Ένα απ’ τα καινούργια αμπέλια που δειλά – δειλά τώρα τελευταία άρχισαν να ξαναμπαίνουν στο χωριό. Το αμπέλι του Θανάση του Καλτσά στα καμάρια.
Το κρασί έβραζε για 30-40 περίπου ημέρες (γίνονταν η ζύμωση), οπότε κλείνανε την επάνω τρύπα του βαρελιού με την ξύλινη τάπα και τη σφραγίζανε με λειωμένο ρετσίνι. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν χημικοί και χημικά προϊόντα για να μην ξινίσει το κρασί. Έτσι πριν να σφραγίσουν το βαρέλι έριχναν μέσα ρετσίνι (4 κιλά το βαρέλι αν θυμάμαι καλά) που έδινε και άρωμα ωραίο στο κρασί. Τα γιοματάρια όπως έλεγαν τότε τα γεμάτα βαρέλια τ΄ανοίγανε συνήθως κάνα μήνα πριν τις γιορτάδες (Χριστούγεννα).
Οι πατεράδες μας πίστευαν, όπως και σήμερα λένε οι γιατροί, ότι το κρασί «στυλώνει» τον άνθρωπο, τον κάνει γερό, δυνατό και δραστήριο φτάνει να μη γίνεται κατάχρηση και το ύμνησαν και τραγούδησαν πολλοί μεγάλοι αρχαίοι και νέοι ποιητές. Έχει γράψει ένα ωραίο βιβλίο ο συμπατριώτης μας ο Θύμιος ο Πριόβολος πάνω σ’ αυτό το θέμα. Χρόνο με το χρόνο, από τη δεκαετία του 1960 περίπου και μετά, ένα-ένα όσο μεγάλωναν οι γονείς μας εγκαταλείπονταν τ’ αμπέλια. Θράσεψε ο τόπος -όπως λέμε- με άλλα σπάρτα. Ποτίστηκαν τα χώματα με φυτοφάρμακα και δηλητήρια ξενόφερτα, τόσο που σήμερα εκεί που παλιά ήτανε τ’ αμπέλια, να μη περνάει ούτε φίδι από εκεί.