O Γιώργος Τζαβέλλας αποτελεί αν όχι τον κορυφαίο, σίγουρα έναν από τους τρεις σημαντικότερους σκηνοθέτες και σεναριογράφους της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου.
Όχι μόνο για το ταλέντο, τη διορατικότητα και το πάθος του για τον κινηματογράφο, αλλά και γιατί ήταν ένας άνθρωπος που δεν δίσταζε να δοκιμάζει καινούργια πράγματα, να ρισκάρει, ακόμα και να πειραματίζεται. Και πάντα στο τέλος να δικαιώνεται. Το 1966 λοιπόν σκέφτηκε να κάνει μια πολύ τολμηρή κίνηση για την εποχή και να γυρίσει μια σπονδυλωτή ταινία, η οποία να παρακολουθεί την ζωή και τις περιπέτειες μιας πόρνης.
Μια ταινία με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στον αστερισμό της Παρθένου», η οποία μάλιστα θα γυρίζονταν σε τρία μέρη, ένα ασπρόμαυρο, ένα έγχρωμο και ένα σέπια. Ξεκίνησε λοιπόν να γράφει το σενάριο έχοντας στο μυαλό του ως πρωταγωνίστρια της ταινίας την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Όταν όμως τελείωσε το σενάριο και το έδειξε στην Αλίκη, η τελευταία αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ταινία εξαιτίας των τολμηρών σκηνών που περιελάμβανε.
Παρά τις προσπάθειές του, ο Τζαβέλλας δεν κατάφερε να πείσει την Αλίκη και έτσι το σενάριο έμεινε στο συρτάρι.
Επτά χρόνια αργότερα ωστόσο, οι συνθήκες είχαν ωριμάσει και το σενάριο αυτό έρχεται και πάλι στο προσκήνιο. Ο Φίνος αποφασίζει να πάρει το όποιο ρίσκο και να υλοποιήσει τελικά την ταινία, με πρωταγωνίστρια μια άλλη σπουδαία πρωταγωνίστρια, την Ζωή Λάσκαρη, αλλά υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιάννη Δαλιανίδη.
Για άλλη μια φορά, δικαιώθηκε. Η ταινία «Στον αστερισμό της Παρθένου» προβλήθηκε την σεζόν 1973-1974 και έκοψε 120.010 εισιτήρια, ερχόμενη 5η ανάμεσα σε 44 ταινίες. Η ταινία ακολούθησε την αρχική σκέψη του Τζαβέλλα και γυρίστηκε σπονδυλωτή, αποτελούμενη από τρεις ιστορίες, δοσμένες με χιούμορ, ρομαντισμό και τραγικότητα, όλες υποτίθεται βγαλμένες απ’ τη ζωή που σπρώχνει κοπέλες σαν την ηρωίδα στο πεζοδρόμιο και τη διαφθορά.
Μια «πεταλουδίτσα της νύχτας», η Κούλα, η οποία κάνει πεζοδρόμιο στη Συγγρού, διηγείται σε κάθε πελάτη και μια διαφορετική ιστορία για τη ζωή της. Μαζί της σε πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Χρήστος Πολίτης και ο Νότης Περιγιάλης, οι οποίοι κατέθεσαν αξιόπιστα «διαπιστευτήρια» του μεγάλου τους ταλέντου.
Αναμφισβήτητα πάντως την παράσταση κλέβει η Λάσκαρη, πανέμορφη και δροσερή όπως πάντα, με τις ημίγυμνες εμφανίσεις της που ακόμα και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό. Βλέποντας κανείς την ταινία, διαπιστώνει ότι ο Τζαβέλλας προσπαθεί να θίξει σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, που για την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας της εποχής εκείνης ήταν ταμπού. (Για πολλούς, παραμένουν ταμπού μέχρι σήμερα).
Τι ζητήματα θίγει; Τη φτώχεια των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων και τη διαφθορά των μεγαλοαστών. Τον ακραίο συντηρητισμό και την προκατάληψη της ελληνικής κοινωνίας για κάθε τι που δεν μπορεί να εξηγηθεί από αυτό που η τελευταία ονομάζει «κοινή λογική». Την πορνεία ως βιοποριστικό μέσο και αναγκαστική επιλογή. Την απόρριψη και την κοινωνική κατακραυγή των ιερόδουλων από το κοινωνικό περιβάλλον.
Το αποτέλεσμα στην ταινία είναι αυτό που συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις όταν «ανοίγεις» πολλά καυτά ζητήματα μαζί: η επιφανειακή τους αντιμετώπιση. Κι αυτό που μένει να αποφασίσει ο θεατής είναι εάν αυτό οφείλεται στην προσέγγιση που επιχείρησε ο Δαλιανίδης στο σενάριο του Τζαβέλλα, ή αν από την αρχή ήταν το σενάριο έτσι γραμμένο ώστε να οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα.
Άλλοι σημαντικοί πρωταγωνιστές της ταινίας ήταν οι Χρήστος Νομικός, Σπύρος Καλογήρου, Μπέτυ Βαλάση, Γιάννης Αργύρης, Άννα Παϊτατζή, Ρίτα Μπενσουσάν, Βάσος Ανδριανός, Θόδωρος Έξαρχος, Ρίτα Άντλερ, Γιώργος Κωνσταντής, Χρήστος Στύπας, Αντώνης Αντύπας, Περικλής Χριστοφορίδης, Ευαγγελία Σαμιωτάκη, Νίκος Δενδρινός, Σταύρος Φαρμάκης, Ειρήνη Κουμαριανού, Γιώργος Νέζος, Ζωή Ρίζου, Γιάννης Χειμωνίδης, Νίκος Κούρος, Άννα Ανδριανού, Κώστας Τσιάνος, Γιώργος Γρηγορίου, Νατάσα Ασίκη κ.α.
Η ιδιαίτερα υποβλητική μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα, ενώ η ταινία έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 3 Δεκεμβρίου του 1973.