Μια Δευτέρα απόγευµα, Οκτώβριος του 1960, παντρεύτηκαν στον Αη – Γιώργη στην Κυψέλη, η Μάρθα Καραγιάννη και ο άσος του Ολυµπιακού, Μίµης Στεφανάκος. Επιστέγασμα µακρού ειδυλλίου για την 20χρονη Μάρθα και τον 23χρονο Μίμη, έγραφαν τα περιοδικά της εποχής.
Ένα χρόνο µετά, ένα χαρμόσυνο γεγονός θα ολοκλήρωνε την ωραία οικογένεια. Ο ερχομός ενός µωρού ήταν κάτι σαν θαύµα, που όµως δεν είχε ευτυχισμένη κατάληξη. Το µωρό έζησε μόνο τρεις µέρες, η Μάρθα ήθελε να μείνει μόνη της µετά, και αυτός ήταν ο λόγος που χώρισε από το Μίμη Στεφανάκο. Στην µετέπειτα πορεία της ζωής τους, ο γόης και η γόησσα -όπως τους χαρακτήριζαν τότε- ξανάζησαν μεγάλους έρωτες και φλογερό ειδύλια.
Διαβάστε πως περιγράφουν στο περιοδικό Αθλητικά Χρονικά, τη ζωή τους ως παντρεµένοι, ένα χρόνο µετά το γάµο τους….
Καλά καλά ούτε ένας χρόνος δεν πέρασε. Μα κι αυτό το µικρό διάστηµα ήταν αρκετό για να γίνει το θαύµα. Ναι, µην γελάτε. ΄Ενα θαύμα στον 20o αιώνα δεν είναι κάτι το απίστευτο, όταν υπάρχουν όμορφες νεράιδες που µέσα σε λίγη ώρα αλλάζουν το ριζικό του ανθρώπου. Και δεν υπάρχει καμία ομοιότης, πιστέψτε µε, ανάµεσα στον περσινό και τον φετινό Στεφανάκο. Πάνε πια οι πολλές, οι εύθυµες και ελαφρές παρέες.
Τα σκάνδαλα δεν τον συγκινούν τώρα. Μακριά, τα έξαλλα φουλάρια, οι µοντερνισµοί, τα κλαµπς, και η άσβεστη δίψα της πρόσκαιρης διασκεδάσεως και µόνο. Διάδοχος όλων αυτών έγινε µια εκπληκτική θετικότης, που κανείς δεν µπορούσε να φανταστεί ότι ήταν γνώρισµα του Μίµη.
-Καλά και η αγάπη; Σας φαντάζομαι να ρωτάτε ανυπόµονα.
-Ω, µα αυτή είναι ο µοναδικός ρυθμιστής της ζωής µου, είναι το φως της ηµέρας, τα αστέρια της νύχτας, ο αέρας, η χαρά, τα πάντα, απαντά µε το κάπως ροµαντικό και κινηµατογραφικό του ύφος ο Μίμης.
Και η “βόμβα” που φόρεσε µ΄ επιτυχία την ποδιά της νοικοκυράς, δεν µπορεί να µην χαµογελάσει σαν κοιτά υπερήφανα το έργο της: τον θετικό, σοβαρό, συνεπή, οικογενειάρχη που µεταµορφώθηκε για το χατίρι της αγάπης τους.
Είναι ζηλιάρα, σαν ατίθαση γατούλα η Μάρθα. Κι όµως δεν µιλάει σαν βλέπει τη ζωή του άνδρα της χωρισµένη στα τρία: στο σπιτικό τους και στις άλλες δύο αγαπηµένες του.
Όχι, αγαπητοί µας, µην ανοίγετε το στόµα σας από έκπληξη, μην ετοιµάζεστε να διαµαρτυρηθείτε. Μια αισθηµατική απιστία ούτε την σκέφτηκε ο γόης µας.
Αλλά η µπάλα, σαν παλιότερη αγαπηµένη έχει και πιο πολλά δικαιώματα, είναι και περισσότερο απαιτητική, όχι τόσο για τον ίδιο τον Μίμη που στα 23 του χρόνια γεύθηκε όλες τις χάρες της, αλλά και για τους φανατισµένους εκείνους Ολυµιπακούς φιλάθλους που αποτελούν την ατραπό των θαυµαστών του Μίμη. Είπαµε “θαυµαστών”. Ά, ναι, έχει κι άλλο ένα είδος απ΄ αυτούς ο ψηλόλιγνος σέντερ-µπάκ. Είν΄ εκείνοι που τον λατρεύουν απ΄ την οθόνη, τον θεοποιούν για την αρρενωπή μορφή του, το πειστικό και τόσο φυσικό του παίξιµο.
Έτσι αυξάνονται κάθε µέρα οι δελεαστικές προτάσεις για νέες ταινίες, στον αγαπηµένο ζεν- πρεμιέ του Ελληνικού κοινού, που παρ’ όλα αυτά βρίσκει λίγη ελεύθερη ώρα ν’ αφιερώνει στην µελέτη της διαφημιστικής οργανώσεως, που αν τον βοηθήσουν θα γίνει το αυριανό του µόνιµο επάγγελµα.
Του µένει ακόµη καιρός για να στολίζει µε γούστο το κοµψό τους διαµέρισµα της οδού Αγ. Μελετίου, που σε λίγο θα δεχθεί τον πρώτο χαρούµενο επισκέπτη του: ένα µπεμπέ που θα σφυρήλατήσει ακόµη περισσότερο τις λουλουδένιες αλυσίδες του ταιριαστού ζευγαριού.
Βέβαια τον Χατζιδάκι τον θαυµάζει πολύ ο Μίµης. Αλλά σκέπτεται πως εκείνα τα περίφηµα 4 παιδιά του Πειραιά θα ήταν καλύτερο να γινόντουσαν. . . 12 όσοι είναι ακριβώς οι απόγονοι που θέλει να αποκτήσει ο Μίμης. Όµως σε µια µικρή φωλιά σαν κι αυτή που ζουν τώρα δεν θα ήταν δυνατόν να χωρέσουν τόσα ερυθρόλευκα αγγελάκια, γι΄ αυτό ένα ιδιόκτητο και κάπως πιο άνετο διαμέρισµα αποτελεί προς το παρόν τον µοναδικό πόθο του μελλοντικού πατέρα. Και τώρα, για τον Ολυµπιακό. Τι να σκέπτεται άραγε για την ποδοσφαιρική του καριέρα ο Μίµης;
Μια καριέρα που θα διαρκέσει ακόµη τουλάχιστον 10 χρόνια, σπεύδει να µας διορθώσει.
Λοιπόν, εκείνος ο πάγος της κάποιας ψυχρότητα, που είχε δηµιουργηθεί µε τον προπονητή του έλιωσε πια έπειτα από την τέλεια αλλαγή του χαρακτήρα του. Έτσι όλα είναι αρµονικά και ιδεώδη κάτω εκεί στο στάδιο Καραϊσκάκη, όλα για το καλό του Ολυμπιακού, για την συνέχιση της ιστορίας της θρυλικής ασπροκόκκινης φανέλας.
Και τελευταία µια συµπλήρωση που δεν είναι καθόλου δείγµα αλαζονείας και βεντετισμού, αλλά που γίνεται για να διορθώσει εσφαλµένες εντυπώσεις.
Ακόµη και µε το ένα του πόδι στον γύψο να παίζει ο Στεφανάκος (χτυπήστε ξύλο, προς Θεού) δεν πρόκειται να φοβηθεί και να σκύψει το κεφάλι µπροστά στον Νεστορίδη ούτε και σε κανένα Έλληνα σέντερ-φορ όσο πανούργος κι αν είναι, όσα χρόνια κι αν περάσουν, αφού (µια στιγμή, μην απορείτε) σχεδιάζει ν΄ αφήσει τον γιό του αντικαταστάτη στην θέση του.