Πίσω στο μακρινό 1981, άφηνα για πάντα την πρώτη μου δουλειά κατόπιν μιας πιο δελεαστικής επαγγελματικής πρότασης. Πήγα, θυμάμαι, την τελευταία μέρα στον κυρ-Γιάννη, το αφεντικό, προκειμένου να τον ευχαριστήσω για την συνεργασία μας και να τον αποχαιρετήσω.
Εκείνος μου είπε κάποια λόγια που έμελλε να μην τα ξεχάσω ποτέ. «Κώστα μου, καλή συνέχεια στην νέα σου δουλειά και να θυμάσαι: Όπως και να στα φέρει η ζωή, όποιον δρόμο κι αν διαλέξεις, είτε γίνεις γιατρός είτε οδοκαθαριστής, τούτο να προσέξεις: Να γίνεις ο καλύτερος στο είδος σου!..» Κάθε φορά που φέρνω στο νου τα λόγια του εκλιπόντος από χρόνια παλιού μου αφεντικού, εντελώς συνειρμικά ξεπροβάλλει πάλι και πάλι το ίδιο πρόσωπο μες στη σκέψη μου· του Γιώργου Νταλάρα!..
Τον Απρίλιο του 1971 ήμουν δεν ήμουν επτά. Κάθε Κυριακή ο μπαμπάς με ανέβαζε στην μηχανή και πηγαίναμε στο Μοναστηράκι για την καθιερωμένη μας βόλτα στα παλιατζίδικα της εποχής. Κόσμος πολύς, υπαίθριες ατραξιόν όπως ο θρυλικός Σαμψών και ο Κουταλιανός και ανάμεσα σε όλα, ο απόηχος από το κουβεντολόι των περαστικών και η μυρωδιές από τα παραδοσιακά μαγειρεία στα στενά σοκάκια της περιοχής. Σε μια μαγική στροφή του χρόνου ο μπαμπάς αγόρασε ένα ραδιοκασετόφωνο, πράγμα που έμελλε να αλλάξει τόσο πολύ τη ζωή μου. Σαν γυρίσαμε στο σπίτι, θυμάμαι ακόμα με πόση λαχτάρα αποτραβήχτηκα σε μια γωνιά αγκαλιά με το «μαγικό» μου κουτί!.. Συντόνισα ανυπόμονα τα κουμπιά και νά το θαύμα!..
«Είπες πως θα ‘ρθεις να με βρεις μα γέρασ’ η καρδιά μου κι ούτε πουλί φτερούγισε μέσα στην ερημιά μου…»
Σήκωσα μαγεμένος τα μάτια μου προς το παράθυρο και κοίταξα έξω. Η φωνή του αγαπημένου Γιώργου, οι στίχοι του τραγουδιού και η ανθισμένη πασχαλιά του κήπου μας έσμιξαν για πάντα μέσα μου. Η πνοή μιας αιώνιας ερωτικής Άνοιξης…
Λόγω της απουσίας του πατέρα του από το σπίτι, ο Γιώργος Νταλάρας δούλευε από 7 χρονών έως και 15 χρονών ταυτόχρονα με το σχολείο του. Η πρώτη του δουλειά ήταν η μεταφορά πάγου. Συνολικά, στα παιδικά του χρόνια, έκανε 23 διαφορετικά επαγγέλματα όπως, βοηθός καφενείου (στο πρωτοδικείο της Αθήνας), βοηθός σε βιβλιοδετείο, τεχνικός αυτοκινήτων, γρασαδόρος σε πλυντήρια αυτοκινήτων, εργάτης σε οικοδομή, βοηθός επισκευών σκαπτικών μηχανημάτων, οξυγονοκολλητής, βοηθός χρυσοχόου κλπ.
Από τότε κύλισε πολύ νερό στον μύλο του χρόνου. Μεταπολίτευση, «Αλλαγή», Περεστρόικα, σκάνδαλα, κρίση οικονομική (και κυρίως ιδεών), μνημόνια και τόσα άλλα που έφεραν κυριολεκτικά τα πάνω κάτω. Εκείνο, ωστόσο, που απόμεινε αμετάβλητο μέσα μου, ήταν οι αμέτρητες μικρές και μεγάλες στιγμές που βίωνα και εξακολουθώ να βιώνω μέσα από το μουσικό έργο του Γιώργου «της καρδιάς μου». Πότε με την αληθινά πλούσια δισκογραφία του και πότε με τις ζωντανές του εμφανίσεις (με προεξάρχουσα εκείνη του μαγικού «Ορφέα» στα 1982) κατάφερε να παραμείνει το πιο χρήσιμο «μπουντέλι» της ψυχής μου. (Μπουντέλια, τα παλιά χρόνια, λέγανε στις οικοδομές τα στηρίγματα με τα οποία έδεναν τις σκαλωσιές.)
Ο Γιώργος Νταλάρας γεννήθηκε το Σεπτέμβρη του ’49. Γιος του τραγουδιστή και δεξιοτέχνη στο μπουζούκι, Λουκά Νταράλα, έφερε εξαρχής στο καλλιτεχνικό του DNA αυτούσιο το άρωμα του ελληνικού τραγουδιού.Να σημειώσω εδώ, ότι η »ανάγκη» για αυτόν τον μεταγενέστερο μικρό αναγραμματσμό στο επίθετο του Γιώργου (από Νταράλας σε Νταλάρας) προέκυψε κάποια στιγμή στην πορεία, καθαρά μέσα από το γεγονός ότι η τελική επιλογή, είναι αισθητά πιο εύηχη σε σχέση με την αρχική μορφή του επιθέτου του.
Όπως και να έχει όμως το θέμα, ο Νταλάρας, ουσιαστικά μεγάλωσε στρατευμένος στο μεγάλο του όνειρο και από την πρώτη του δισκογραφική απόπειρα το 1967, μετρά έως σήμερα πάνω από 80 προσωπικούς δίσκους που έχουν ξεπεράσει τα 15.000.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, ενώ συμμετείχε (ως ερμηνευτής, μουσικός, παραγωγός) σε περισσότερους από 120 δίσκους άλλων καλλιτεχνών.
Οι σταθμοί της καριέρας του εντός και εκτός των «τειχών» είναι τόσοι πολλοί και σημαντικοί, που όσους κι αν αναφέρουμε, κάποιοι υποχρεωτικά και άδικα θα λησμονηθούν. Ο ίδιος, άλλωστε, σε σχετική ερώτηση που του έγινε σε μια από τις συνεντεύξεις του αναφορικά με πρόσωπα και καταστάσεις που συνάντησε στην διάρκεια της πορείας του, δήλωσε: «Από πολύ νωρίς ένιωσα την αξία που έχει η ύπαρξή μας και αγάπησα πολύ και τους ανθρώπους και τα έργα τους. Και στις αγάπες μου ήμουν υπερβολικός.
Από τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Τσιτσάνη και τον Ξαρχάκο, το δημοτικό τραγούδι και τον Χρόνη Αηδονίδη, τους Βυζαντινούς ψάλτες και τη Μαρία Κάλλας μέχρι την κλασική μουσική και τις απίστευτες νότες που βγάζουν οι κιθάρες των Λατινοαμερικάνων. Είμαι δέσμιος των παθών μου και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό. Δεν το θεωρώ ελάττωμα αλλά κέρδος. Η ζωή είναι ένας ωκεανός. Μπήκα κι εγώ στο βαρκάκι μου αλλά δεν έμεινα στο πρώτο νησί που βρήκα μπροστά μου. Συνέχισα. Βρήκα κι άλλα πολλά νησάκια· ήταν δώρα που μου δόθηκαν. Ακόμα αυτό κάνω. Δύσκολο να πω, λοιπόν, ποια από αυτά τα δώρα αγαπώ περισσότερο.»
Το 1964, σε ηλικία 15 ετών, είχε φτιάξει κάποια συγκροτήματα με φίλους του. Κάποια από αυτά ήταν οι «Electronics» και οι «Crazy Boys» στα οποία παίζανε μουσική επηρεασμένη από τους Beatles, τους Animals κλπ. Με το συγκρότημα «Crazy Boys» είχαν κερδίσει ένα βραβείο σε ένα διαγωνισμό του REX.
Κάθε φορά που φέρνω στην σκέψη μου την ατέλειωτη μουσική διαδρομή του Γιώργου Νταλάρα, μονάχα μπροστά σε ένα πράγμα στέκω αληθινά αναποφάσιστος και όχι τυχαία. Θαρρώ ότι ποτέ δεν θα καταλήξω στο τραγούδι που λάτρεψα περισσότερο. Ίσως γιατί δεν ήταν λίγα εκείνα που κατά καιρούς έρχονταν και με επισκέπτονταν με έναν τρόπο σχεδόν μεταφυσικό για να γεμίσουν τις εμπειρίες μου με τα πιο βαθιά συναισθήματα. Πώς να ξεχάσω το «Ήρθα κι απόψε» όταν πρωτοερωτεύθηκα, την «Αλάνα» την ημέρα που παρουσιάστηκα φαντάρος, την «Άσφαλτο που τρέχει» στα ατέλειωτα ταξίδια μου στην εθνική οδό και τόσα ακόμη…
Όμως το τραγούδι που άφησε μέσα μου την πιο βαθιά χαρακιά έμελλε να είναι εκείνο που θα συνόδευε μουσικά την πιο λυπημένη μέρα της ζωή μου. Θυμάμαι, επέστρεφα από την Ελασσόνα, όπου είχα μόλις αποχαιρετήσει για πάντα τον επίγειο άγγελό μου, την κυρα-Παναγιώτα, τη μάνα μου. Σε μια στάση για καφέ κάπου εκεί στον Μπράλο ξέσπασα ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους σε κλάματα για την μεγάλη μου απώλεια. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και από κάποιο αυτοκίνητο ακούστηκε σαν ουράνια παρηγοριά:
«Μη μου θυμώνεις μάτια μου τώρα που θα σ’ αφήσω κι έλα για λίγο να σε δω να σ’ αποχαιρετήσω…»
Ποιά η γνώμη του Μίκη Θεοδωράκη για τον Γιώργο Νταλάρα;…“Είvαι γvωστό ότι τα πιό απλά είvαι και τα πιό δύσκoλα. Και στη μoυσική, όταv ακoύμε έvαv ωραίo τραγoυδιστή μας φαίvεται πoλύ απλό και voμίζoυμε ότι κι εμείς θα μπoρoύσαμε vα τo κάvoυμε αυτό. Και πράγματι, επειδή στηv Ελλάδα όλoι θέλoυμε vα γίvoυμε τραγoυδιστές, υπάρχoυv χιλιάδες τραγoυδιστές και στα δημoτικά και στα λαϊκά. Ομως, τελικά από τις χιλιάδες αυτές, κάθε επoχή βγαίvει έvας ή δύo, τo πoλύ. Μέσα σε αυτoύς, τoυς πoλύ λίγoυς, είvαι και o Νταλάρας (…) Εγώ, τov Νταλάρα τov θεωρώ συvεχιστή της μεγάλης παράδoσης τoυ ρεμπέτικoυ και τoυ λαϊκoύ τραγoυδιoύ”.
Κάπου εδώ θαρρώ πως είναι φρόνιμο να κλείσω την μικρή μου αναφορά. Άλλωστε, ούτε χρειάζεται να προσθέσω άλλες λεπτομέρειες μα ούτε και να σταθώ σε όσα κατά καιρούς έχουν χρεωθεί στην στάση ζωής του Γιώργου Νταλάρα παρά στο έργο του καθαυτό. Εκτιμώ πως στερείται κάθε νοήματος (και ξεφεύγει από τους σκοπούς τούτου του κειμένου) η αντιπαράθεση με απόψεις, αφενός απολύτως σεβαστές, αφετέρου κινούμενες -κάποιες φορές τουλάχιστον- από άλλες, μη ταπεινές προθέσεις ή κίνητρα. Εκείνο που εντέλει μπορεί να υπογράψει τούτο το μικρό αφιέρωμα είναι η αίσθηση μου πως ο κυρ-Γιάννης, στη συμβουλή που μου έδωσε, αποτύπωσε με τις πιο δυνατές λέξεις ό, τι ακριβώς ψιθύρισε η μοίρα στο αυτί του Γιώργου Νταλάρα, όταν κι εκείνος ξεκινούσε το ταξίδι στην ζωή (και στη ζωή μου): «Γίνε ό, τι θέλεις μα γίνε ο καλύτερος!..»
Επιμέλεια άρθρου: Κώστας Ορκόπουλος
thelook.gr