Το jukebox είναι μια ημιαυτόματη συσκευή αναπαραγωγής μουσικής, συνήθως λειτουργεί με κέρματα, η οποία μπορεί να παίξει επιλεγμένα τραγούδια (ή ολόκληρους δίσκους) από μία εσωτερική “βιβλιοθήκη” δίσκων.
Ένα συνηθισμένο jukebox είναι αρκετά μεγάλο με στρογγυλό το πάνω μέρος και έχει χρωματιστό φωτισμό στα πλαϊνά του που φτάνει μέχρι το πάνω του μέρος. Το κλασικό jukebox έχει κουμπιά με γράμματα και αριθμούς τα οποία όταν συνδυάζονται χρησιμοποιούνται ώστε να βρεθεί ένα συγκεκριμένο τραγούδι από κάποιο δίσκο.
Μουσικά κουτιά που λειτουργούσαν με κέρματα καθώς και αυτόματα πιάνα δημιούργησαν σημεία αυτόματης αναπαραγωγής μουσικής (που πληρώνονταν “με το κομμάτι”) σε διάφορα σημεία όπως Λούνα πάρκ και άλλους δημόσιους χώρους (όπως για παράδειγμα σταθμούς τρένων στην Ελβετία) λίγες δεκαετίες πριν την εμφάνιση των αξιόπιστων φωνόγραφων που λειτουργούσαν με κέρματα. Μερικά από αυτά τα αυτόματα μουσικά μηχανήματα ήταν πολύ καλά κατασκευασμένα και επέζησαν έως σήμερα στα χέρια συλλεκτών και μουσείων.
Αλλά μακροπρόθεσμα δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν εμπορικά με το jukebox καθώς περιορίζονταν στο μουσικό όργανο (ή όργανα) το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί κατά την κατασκευή τους και δεν μπορούσαν να αναπαράγουν την ανθρώπινη φωνή. Ο απόγονος του jukebox που ονομαζόταν Φωνόγραφος με κερματοδέκτη, ήταν το πρώτο μέσο εγγραφής μουσικής διαθέσιμο στο κοινό, πριν από η μαζική παραγωγή μουσικού εξοπλισμού γίνει συνηθισμένη. Τέτοιες μηχανές άρχισαν να παράγονται μαζικά το 1889και χρησιμοποιούσαν κυλίνδρους για την εγγραφή του ήχου.
Οι πρώτες μηχανές έπαιζαν μόνο ένα κομμάτι (διάρκειας περίπου 2 λεπτών μουσικής), αλλά σύντομα δημιουργήθηκαν συσκευές που επέτρεπαν στους πελάτες να επιλέγουν μεταξύ πολλών κομματιών. Το 1910 ο κύλινδρος σταδιακά αντικαταστάθηκε από τον δίσκο γραμμόφωνου.
Ο όρος Juke box (προφέρεται Τζουκ-μποξ) άρχισε να χρησιμοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες στηδεκαετία του 1930, είτε από την Αφροαμερικάνικη λέξη jook που σημαίνει χορός είτε από τους κριτικούς οι οποίοι έλεγαν ότι θα προωθήσουν την εγκληματική συμπεριφορά, και προήλθε από το ψεύτικο οικογενειακό όνομα Juke. Ο δίσκος από Shellac των 78 στροφών το λεπτό κυριαρχούσε μέχρι που η εταιρεία Seeburg παρουσίασε το jukebox με δίσκο 45 στροφών από βινύλιο το 1950.
Από τη δεκαετία του 1980 τα CD (Compact Discs) έγιναν το συνηθισμένο μέσο στα μοντέρνα jukebox. Στο τέλος του 20ού αιώνα οι εταιρείες παρουσίασαν πλήρως ψηφιακά jukebox τα οποία δεν χρησιμοποιούσαν CD, αλλά κατέβαζαν την μουσική από το ίντερνετ, ή χρησιμοποιώντας μία ξεχωριστή τηλεφωνική γραμμή και ειδικό πρωτόκολλο επικοινωνίας.
Παράλληλα εκτός από το “κατέβασμα” μίας μεγαλύτερης ποικιλίας μουσικών επιλογών τα ψηφιακά jukebox στέλνουν πίσω και πληροφορίες για το ποια κομμάτια παίζονται και πότε, ανοίγοντας νέες εμπορικές οδούς.
Τα Jukebox και οι πρόγονοί τους ήταν ιδιαίτερα επικερδή από το 1890 και πέρα. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή από το 1940 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960, και ιδιαίτερα τηνδεκαετία του 1950. Σήμερα συχνά συσχετίζονται με την μουσική Ροκ, αλλά ήταν και πολύ δημοφιλή την εποχή του Σουίνγκ (Swing). Για αυτό το λόγο μαγαζιά και εστιατόρια με ρετρό στυλ συχνά έχουν jukebox.
Τα πρώτα jukebox ήταν απλά ξύλινα κουτιά με κερματοδέκτες και μερικά πλήκτρα. Στο πέρασμα του χρόνου άρχισαν να διακοσμούνται όλο και πιο πολύ, χρησιμοποιώντας χρώμιο, χρωματιστούς φωτισμούς, περιστρεφόμενα φώτα και διάφορα άλλα εφέ.
Πολλοί θεωρούν την δεκαετία του 1940 “χρυσή εποχή” του jukebox όπου ήταν διακοσμημένα με γοτθικού στυλ με καμπύλες σαν ηλεκτρικό ουράνιο τόξο. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η οικονομική κρίση είχαν περάσει και έτσι νέα σχέδια αντικατοπτρίζανε την νέα διάθεση. Ακόμα πριν από αυτό τα διακοσμημένα jukebox ήταν μία από τις λίγες εξόδους διαφυγής από τα προβλήματα αυτά.
Η αισθητική προχώρησε από τα απλά ξύλινα κουτιά στις αρχές του 1930 σε πανέμορφα φωτιστικά με πλαστικά τύπου μαρμάρου και κίνηση χρωμάτων στο μοντέλο της Wurlitzer 850 Peacock το 1942. Αλλά, όταν οι Η.Π.Α. μπήκαν στον πόλεμο, το μέταλλο και το πλαστικό ήταν απαραίτητα για τον πόλεμο και η παραγωγή jukebox περιορίστηκε.
Το 1943 το Wurlitzer 950 είχε ξύλινoυς κερματοδέκτες για εξοικονόμηση μετάλλου. Πρέπει να σημειωθεί ότι, επειδή οι μηχανισμοί ήταν μεταλλικοί, δεν παράγονταν εκείνο τον καιρό, αλλά αντίθετα υπήρχε ένα ξύλινο πλαίσιο, στο οποίο έμπαινε το εσωτερικό του jukebox.
Και, επειδή πολλοί μηχανισμοί ήταν χειροποίητοι, πολλά από τα μηχανήματα είχαν τμήματα που δεν χωρούσαν και απαιτούσαν τροποποιήσεις. Το 1943 το Wurlitzer Victory είχε γυάλινα φωτιστικά μέρη αντί για πλαστικά. Μετά τον πόλεμο τα υλικά έγιναν πάλι διαθέσιμα οπότε και η επιτυχία των jukebox επέστρεψε.
Το μοντέλο 1015-Bubbler της Wurlitzer είναι το πιο κλασικό και δημοφιλές σχέδιο για jukebox. Πολλά από αυτά συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι τα 1950 και συσχετίζονται με την λαϊκή κουλτούρα αυτής της δεκαετίας παρόλο που η προέλευσή τους ήταν από τη δεκαετία του 1940. Ο λόγος είναι η μοναδική ανάδειξη την εμφάνισής τους και η μαζική παραγωγή τους. Σχεδιασμένα από τον στυλίστα Paul Fuller, φημολογείται ότι όταν οι εταιρείες παραγωγής μουσικού εξοπλισμού οδηγήθηκαν στην προσπάθεια υπέρ του πολέμου, εκείνος είχε περισσότερο χρόνο να ασχοληθεί με την σχεδίαση της αισθητικής. Ο πλεονάζον αυτός χρόνος έφερε ως αποτέλεσμα ένα από τα καλύτερα σχέδια αυτής της κουλτούρας.
Μετά τη δεκαετία του ’40 τα σχέδια πήραν την μορφή κουτιού και “hi-tech”, αποστασιοποιημένα από τις κλασσικές επιρροές όπως αυτή της Αρχαίας Ελλάδας, τηςαναγέννησης, και των γοτθικών μορφών των μοντέλων της δεκαετίας του ’40. Επίσης, τα μεταγενέστερα μοντέλα απαιτούσαν περισσότερο χώρο για τον αυξανόμενο αριθμό δίσκων, μειώνοντας τον χώρο για την διακόσμηση. Αυτό οφείλεται μερικώς στην βελτιωμένη τεχνολογία αποθήκευσης και αποστολής δίσκων και μερικώς στην μετάβαση από τους δίσκους 78 στροφών σε αυτούς των 45 στροφών, που ήταν πιο μικροί.
Τα Jukebox της εποχής του 1940 αποκαλούνται jukebox της Χρυσής εποχής, λόγω της χρήσης του κίτρινου πλαστικού, ενώ αυτά της δεκαετίας του ’50 αποκαλούνται ως της Αργυρής εποχής, λόγω της δεσπόζουσας χρήσης χρωμίου.