Advertisement
Στην έξοδο των δικαστηρίων της Ευελπίδων τις καθημερινές και στην οδό Ανδριανού στο Μοναστηράκι τα Σαββατοκύριακα ένας εβδομηντάρης με καφέ ή μαυρά ρούχα κι ένα καπέλο που “θυμίζει Ρωσία” πουλάει ένα βιβλίο.…
Είναι ο Νίκος Κοεμτζής. Σκότωσε τρεις και μαχαίρωσε άλλους εφτά.
Για μια «παραγγελιά».
Για μια «παραγγελιά».
Έγραψε τη ζωή του σε βιβλίο – «Το μακρύ ζεϊμπέκικο». Ο Διονύσης Σαββόπουλος διάβασε το βιβλίο και το έφτιαξε τραγούδι. Ο Παύλος Τάσιος άκουσε το τραγούδι και έφτιαξε ταινία.
Σήμερα πουλάει το βιβλίο του για να βγάζει τα προς το ζην.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…
Ο Νίκος Κοεμτζής ήταν ένας μικροκακοποιός – «φτωχοδιάβολος», γεννημένος σ’ ένα φτωχοχόρι της Πιερίας και κυνηγημένος από μικρό παιδί για τις αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις αυτού και της οικογένειάς του.
Η περιπλάνησή του σε καιρούς φτώχειας και πολιτικού διωγμού τον οδηγεί στη Θεσσαλονίκη όπου κάνει διάφορες δουλειές και έπειτα στην Αθήνα. Φλερτάρει με την παρανομία και μπαίνει για πρώτη φορά φυλακή το 1967-68.
Περιγράφει τη ζωή του ως παιδί. Μια ιστορία μεγάλης φτώχειας – της χειρότερης ίσως δυνατής που θα μπορούσε να βιωθεί στην οικονομικά κατεστραμένη τότε ελληνική επαρχία. Ο Νίκος Κοεμτζής παρουσιάζει τον εαυτό του ως νέο Όλιβερ Τουίστ – είμαστε, όμως, σχεδόν σίγουροι ότι δεν έχει διαβάσει ποτέ μέχρι τότε το βιβλίο του Καρόλου Ντίκενς! Ο πατέρας του είχε χαρακτηριστεί κομμουνιστής γιατί είχε βγει στο βουνό με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το 1945 οι «χωροφύλακες» κυριολεκτικά «σπάζουν στο ξύλο» τον πατέρα του μικρού Νίκου μπροστά στα παιδιά του μα και τον –ανάπηρο από τον πόλεμο του 1913- παππού του. Από τότε ο Νίκος Κοεμτζής σιχαινόταν όποιον φορά στολή, όπως λέει. Ο πατέρας του μπαίνει φυλακή ως πολιτικός κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και μετά την αποφυλάκισή του η πολυμελής οικογένειά του μετακομίζει κυνηγημένη «από χωρίου εις χωρίον» κάνοντας αγροτικές εργασίες για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Η φτώχεια τον οδηγεί στη Θεσσαλονίκη όπου περνά την εφηβεία του και κάνει διάφορες δουλειές (γράφει ότι επειδή ήταν “ξύπνιος και καταφερτζής” είχε πετύχει να γίνει το καλύτερο «μαναβάκι» της αγοράς). Έπειτα –το 1958- κατεβαίνει στην πρωτεύουσα. Αρραβωνιάζεται αλλά ο αρραβώνας διαλύεται γιατί η Αστυνομία δημιουργεί προβλήματα στην ευηπόληπτη οικογένεια της αρραβωνιαστικιάς του εξαιτίας του και επειδή δεν δέχεται να γίνει «ρουφιάνος της Αστυνομίας».
Το βίβλίο κλείνει με έναν λιτό επίλογο: « … Τον Μάρτιο του 1977 τρεις αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λεγοντάς μου: “Η πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος”. Τους απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. Πριν κατέβω στα ισόβια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Καραμανλή διέταξε τη μεταγωγή μου από τις φυλακές Ηρακλείου Κρήτης στις πειθαρχικές φυλακές κολάσεως της Κέρκυρας. Έμεινα στην κόλαση από τις 21 Ιουλίου 1976 μέχρι το 1982.… Αποφυλακίστηκα στις 29 Μαρτίου 1996.».
Η επιθυμητή προσέγγιση του βιβλίου στον εν λόγω άρθρο ακροβατεί μετάξύ καλλιτεχνικής και εγκληματολογικής κριτικής. Ας σταθούμε, όμως, τέλος, λίγο παραπάνω στην εγκληματολογική αξία του συγκεκριμένου βιβλίου (θεώρηση η οποία λίγο πολύ ισχύει και για τα καλλιτεχνικά έργα που ακολούθως παρουσιάζονται) η οποία είναι αδιαμφισβήτητη. Η μελέτη των αυτοβιογραφιών εγκληματικών -πρακτική που υιοθετήθηκε από την οικολογική Σχολή του Σικάγο- μπορεί να μας οδηγήσει σε πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με το πώς βαραίνει και ποια σημασία δίνει ο ίδιος ο δράστης στην πράξη του και σε ποιον ηθικό κώδικα υπακούει. Η θεώρηση του εγκληματικού φαινομένου μέσα από τα μάτια του ίδιου του δράστη μπορεί να βοηθήσει κάθε επιστήμονα να αναλύσει και να προτείνει εν τέλει καλύτερες πολιτικές πρόληψης. Επιπρόσθετα, μέσα και από τη μελέτη της συγκεκριμένης αυτοβιογραφίας ανακαλύπτουμε – σελίδα με σελίδα – την πραγμάτωση των θεωριών της κοινωνικής αντίδρασης με βάση και την «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» της ετικέτας (βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, 2η εκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σελ. 275-278) και το μέγεθος της κοινωνικής ευθύνης στην κατασκευή του εγκληματία μέσα από το αιματηρό του passage à l’ acte.
“Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο” – το τραγούδι
Ο Διονύσης Σαββόπουλος αφού διάβασε «το μακρύ ζειμπέκικο» έγραψε τους στίχους και μελοποίησε το «μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» και το συμπεριέλαβε στον δίσκο «Ρεζέρβα». Ζεϊμπέκικο το οποίο διαρκεί περίπου 13’30’’, αργό, μακρόσυρτο. Ο Σαββόπουλος σε μια ανεπανάληπτη ερμηνεία – επίτηδες και ανατριχιαστικά μονότονη – και ο Θανάσης Πολυκανδριώτης σε λιτά μα γλαφυρά «κεντήματα» με το μπουζούκι του …
Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι.
Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί;
Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη
-Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη-
Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί;
Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη
-Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη-
Γεννήθηκε σ΄ ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη.
Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί.
Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη…
Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναφλεγμένη.
Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί.
Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη…
Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναφλεγμένη.
Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ΄ το σαράντα πέντε
κι οι χωρικοί απ΄ τον φόβο των αρχών μακραίναν κι απ΄ τον γιο.
Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία
του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία.
κι οι χωρικοί απ΄ τον φόβο των αρχών μακραίναν κι απ΄ τον γιο.
Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία
του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία.
Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδα
κυλάει απ΄ την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει;
Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία,
για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν΄ η παρανομία.
κυλάει απ΄ την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει;
Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία,
για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν΄ η παρανομία.
Νίκο, αγγίζω το στοιχειό σας
Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας
Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας
Δυο καταδίκες, έξι χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε.
Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ΄ την τρέλα, όχι για να σωθεί,
αλλά για να την σώσει, αν μ’ εννοείς· να, λόγου χάρη, ήθελε γάμο
και τότε τού ΄παν «έλα σε μας για να προδώνεις». Δεν δέχθηκε στιγμή!
Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ΄ την τρέλα, όχι για να σωθεί,
αλλά για να την σώσει, αν μ’ εννοείς· να, λόγου χάρη, ήθελε γάμο
και τότε τού ΄παν «έλα σε μας για να προδώνεις». Δεν δέχθηκε στιγμή!
Κι απ΄ την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία,
μα όπου κι αν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλονίκη τον τσακίσαν.
Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανάρθε στην Αθήνα, και τότε πιάσαν την μνηστή του·
της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι γονείς, ώσπου διέκοψε μαζί του.
μα όπου κι αν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλονίκη τον τσακίσαν.
Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανάρθε στην Αθήνα, και τότε πιάσαν την μνηστή του·
της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι γονείς, ώσπου διέκοψε μαζί του.
Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ΄ ένα κράτος
που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά -διαφυγή καμιά-
κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουξίδικων το γκέτο,
βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί ακόμα λειτουργεί.
«Ν΄ ακούω,» έλεγε, «τα λόγια, την φωνή, και τ΄ αδελφάκι μου υψωμένο
να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω»
που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά -διαφυγή καμιά-
κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουξίδικων το γκέτο,
βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί ακόμα λειτουργεί.
«Ν΄ ακούω,» έλεγε, «τα λόγια, την φωνή, και τ΄ αδελφάκι μου υψωμένο
να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω»
Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο
Νίκο, σπασίματα γεμάτο
Νίκο, σπασίματα γεμάτο
«Παραγγελιά», και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν
κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη.
Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει:
«Παραγγελιά!» γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει.
κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη.
Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει:
«Παραγγελιά!» γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει.
Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη.
Τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά, «Δικό μου το κομμάτι!»
Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν.
Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα.
Τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά, «Δικό μου το κομμάτι!»
Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν.
Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα.
Έξω απ΄ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το ΄χαν διαλύσει.
Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του
με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου.
Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου.
Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του
με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου.
Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου.
Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κιόλας το λεπίδι.
Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν με μια ταυτότητα να σκύβει.
Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν με μια ταυτότητα να σκύβει.
Σφαχτήκαν τρεις, μαχαίρωσε άλλους έξι, φωνές: «Ανοίχτε, θα μας σφάξουν!»
Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν…»
Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν…»
Νίκο, σόι αλλοπαρμένο
Νίκο, τι έχεις καμωμένο;
Νίκο, τι έχεις καμωμένο;
Μετά κατέφυγε στο σπίτι ενός γνωστού, μα ένιωσε ότι θα τον δώσουν
«Θα φύγω,» είπε, «με μια βάρκα ν΄ ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν.
Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν!»
Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες.
«Θα φύγω,» είπε, «με μια βάρκα ν΄ ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν.
Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν!»
Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες.
Τον εκυκλώσαν, βγαίναν απ’ τα γύρω μέρη, κρεμόταν η ζωή του
από ένα νήμα που δεν θα ΄δινε σ΄ αυτούς, και πέταξε μαχαίρι.
Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι αστυνόμοι, μα εκείνοι τού ΄ριχναν στα πόδια.
Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του ΄δωσε μια με ένα καδρόνι…
από ένα νήμα που δεν θα ΄δινε σ΄ αυτούς, και πέταξε μαχαίρι.
Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι αστυνόμοι, μα εκείνοι τού ΄ριχναν στα πόδια.
Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του ΄δωσε μια με ένα καδρόνι…
Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;
Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος.
Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί· παράξενο δεν ήταν:
η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ΄ αυτόν, μιαν άλλη απειλή.
Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος.
Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί· παράξενο δεν ήταν:
η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ΄ αυτόν, μιαν άλλη απειλή.
Το ΄παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου,
μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει: «Πού να σου εξηγώ…»
Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ΄ αφεντικό και τη νοικοκυρά του.
Οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του.
μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει: «Πού να σου εξηγώ…»
Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ΄ αφεντικό και τη νοικοκυρά του.
Οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του.
Νίκο, χωριό συσκοτισμένο
Νίκο, ποιοι σ΄ έχουν κυκλωμένο;
Νίκο, ποιοι σ΄ έχουν κυκλωμένο;
Ο ίδιος ξέγραψε απ΄ αρχής τον εαυτό του, το είπε: «Πρέπει να πεθάνω!»
Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του.
Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ΄ αντέξω.
[Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ΄ έξω.]
Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του.
Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ΄ αντέξω.
[Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ΄ έξω.]
Στα γράμματά του από την φυλακή, ο βίος δεν διαφέρει·
ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί.
Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση απ’ το δράμα
και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα;
ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί.
Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση απ’ το δράμα
και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα;
Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει.
Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές
σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας
στ΄ ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της.
Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές
σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας
στ΄ ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της.
Η ουρά που αυξαίνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με τον ζουρλομανδύα
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει
στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία,
στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει.
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει
στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία,
στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει.
Νίκο, ποτέ δεν θα ΄ναι έτσι.
Νίκο, είν΄ η αρρώστια που μας σώζει
καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ΄ το κελί σου,
Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου.
Νίκο, είν΄ η αρρώστια που μας σώζει
καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ΄ το κελί σου,
Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου.
Η στιχουργική δεινότητα του Σαββόπουλου είναι παροιμιώδης. Σ’ ενα τραγούδι όλη η βιογραφία του Νίκου Κοεμτζή. Αναφορές στη ζωή του μετέπειτα φονιά εμπλουτισμένες με σουρεαλιστικές εικόνες (π.χ. «αποστασιοποίηση από την τρέλα»). Το περιεχόμενο ενός ολόκληρου βιβλίου σε 88 «δωρικού ρυθμού» στίχους με διάσπαρτα τα σχόλια του δημιουργού και την προσωπική του κατάθεση για όσα αφηγήθηκε.
Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του.
Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ΄ αντέξω.
[Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ΄ έξω.]
Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ΄ αντέξω.
[Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ΄ έξω.]
Ο Σαββόπουλος μας δημιουργεί εξ αρχής εικόνες φυλακής και φρίκης/παραλόγου («χλιμίντριζε η Σελήνη»). Ανά τέσσερις στροφές θα απευθύνει τον λόγο στον Κοεμτζή σε μια προσπάθειά του να συνομιλήσει μαζί του, να τον κατανοήσει (όχι να τον δικαιολογήσει).
Το τραγούδι ξεκινά με μια κιθάρα και τα υπόλοιπα όργανα. Το μπουζούκι αρχίζει να ακούγεται από τη στροφή:
Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο
Νίκο, σπασίματα γεμάτο
Νίκο, σπασίματα γεμάτο
Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης έχει ηχογραφήσει ένα από τα καλύτερα σόλο μπουζουκιού στην ελληνική δισκογραφία.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος με αυτό του το τραγούδι – το οποίο δεν έγινε επιτυχία λόγω της μεγάλης διάρκειας μα και του ίδιου του θέματος το οποίο αποτελούσε μια «καυτή πατάτα» για την κοινωνία της εποχής- κάνει πράξη τη ρήση του γνωστού Ολλανδού φιλοσόφου Βενέδικτου ντε Σπινόζα (1632-1677): «αντί να περιγελάσω, να οικτίρω ή να καταραστώ της ανθρώπινες πράξεις μερίμνησα με ιδιαίτερη φροντίδα να τις κατανοήσω».