Ο αλληλοθαυμασμός δύο ιερών τεράτων της μουσικής

αλληλοθαυμασμός
Advertisement

Ένα γεγονός είναι βέβαιο στη ζωή: πως όταν κάποιος είναι βέβαιος για την προσωπική του αξία, δεν έχει κανένα δισταγμό να παραδεχθεί και να θαυμάσει την ισότιμη αξία κάποιου άλλου ανθρώπου.

Advertisement

Μία από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις όπου δύο σπάνια πνεύματα συναντήθηκαν, είναι αυτή του Τζίμι Χέντριξ και του Μανώλη Χιώτη, δύο εκ των μεγαλύτερων μουσικών που άκουσε ποτέ η μουσική σκηνή.

Ο Μανώλης Χιώτης αποτελεί έναν από τους κορυφαίες Έλληνες δεξιοτέχνες του μπουζουκιού. Ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε πει για αυτόν: <<τον άτιμο, το πρωί του δείχναμε ένα τραγούδι και το βράδυ ερχόταν να μας δείξει πώς να το να το παίξουμε καλύτερα!>>.

Ο Μανώλης Χιώτης υπήρξε μοναδικός μουσικός και η πρωτοτυπία του αυτή έγκειται στο γεγονός πως εκείνος είχε προσθέσει μία επιπλέον χορδή στην κιθάρα του με αποτέλεσμα εκείνη να βγάζει έναν πιο αυθεντικό ήχο με εντυπωσιακή ταχύτητα. Είναι εκείνος που διέδωσε  το μπουζούκι σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ξεπερνώντας το μύθο που το ήθελε να είναι απλώς γνώρισμα των λαϊκών στρωμάτων.

Ο Χιώτης εντυπωσίαζε τους άλλους κιθαρίστες και τους ειδικούς με το σπάνιο ταλέντο. Ο ίδιος είχε παίξει μάλιστα σε μεγάλες προσωπικότητες και αρχηγούς κρατών, με πιο γνωστό πρόσωπο τον τότε πρόεδρο της Αμερικής, Lyndon Johnson.

Η συνάντηση και ο θαυμασμός του μεγάλου Τζίμι Χέντριξ για τον Μανώλη Χιώτη είναι ένα γεγονός που οι περισσότεροι δε γνωρίζουν. Η Μαίρη Λίντα είχε πολλές φορές αναφερθεί στη συνάντηση των δύο, όπου εκείνος είχε εκφράσει το θαυμασμό για το παίξιμό του, με αυτό να γίνεται η βάση για τη δημιουργία μίας σπουδαίας μουσικής φιλίας.

Οι δυο τους, έπαιζα σε διπλανά μαγαζιά στο Σικάγο το 1965 και ο Χέντριξ από την πρώτη στιγμή που τον άκουσε, αισθάνθηκε δέος, αναφωνώντας χωρίς κανένα δισταγμό ή κόμπλεξ: <<Ο Χέντριξ παίζει κιθάρα καλύτερα από εμένα>>.

Γιατί όταν γνωρίζεις την αξία σου, δε φοβάσαι να εκφράσεις το θαυμασμό σου και να εκθειάσεις κάποιο άλλο πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στο δικό σου χώρο και έχει την ίδια αξία.

Το άρθρο επιμελήθηκε η Μαρία Σκαμπαρδώνη.

Προηγούμενο άρθροΜέλπω Ζαρόκωστα: Η γεμάτη ζωή μιας υπέροχης ηθοποιού
Επόμενο άρθροΤα δύο περιοδίκα που έγραψαν την δική τους ιστορία