
Το πρώτο αμιγές συνεργείο μοτοσυκλέτας της Ελλάδας φαίνεται να άνοιξε το 1919 στην Αθήνα, κι έμελλε να διατηρηθεί ως το καλύτερο της χώρας για σχεδόν μισόν αιώνα.’Ηταν το συνεργείο της οικογένειας Δημήτρη Παπουτσά, στη γωνία των οδών Μενάνδρου και Βερανζέρου, στην Πλατεία Βάθη.
Ο «Ναός της μοτοσυκλέτας», όπως το θυμάται η γενιά του μεσοπολέμου των Ελλήνων μοτοσυκλετιστών. «Για όλα, λάστιχα, ανταλλακτικά, επισκευές, μοτοσυκλετιστικά νέα και κουτσομπολιό, εκεί πηγαίναμε.Ήτανε μόνος του ο Παπουτσάς τότε», θυμάται ο Κολωνακιώτης Παντελής Δρόσος, που είχε αγοράσει την πρώτη του μοτοσυκλέτα, μια αγγλική Νew Imperial, το 1921.
Ο Παπουτσάς, με καταγωγή από τα Aνω Μερά της Μυκόνου, είχε απολυθεί από το στρατό το 1919 σε ηλικία 21 ετών, με την ειδικότητα του μηχανικού. Την κατάρτισή του σης μηχανές εσωτερικής καύσης την απέδιδε ολοκληρωτικά στη στρατιωτική του υπηρεσία σε όρχο μηχανοκινήτων.
Το ίδιο έτος τον είχαν επισκεφτεί απεσταλμένοι της ΒSΑ, προτείνοντάς του την ανάληψη της αντιπρoσωπείας. Όπως θυμάται η κόρη του, η Στέλλα, είχε βγάλει μόνο το δημοτικό και φοβότανε, αλλά οι ‘γγλοι του είπαν μη φοβάσαι, θα σε βοηθήσουμε, κι έτσι πήρε την αντιπροσωπεία.
Απ’ ό,τι μπορεί να δωπιστώσει κανείς κοιτώντας τη μόνη φωτογραφία που διασώθηκε, εκείνο το πρώτο συνεργείο μοτοσυκλετών της χώρας δεν ήταν παρά ένα στενό και σκοτεινό γωνιακό καμαράκι, όπου εκτός των μοτοσυκλετών, επισκευάζονταν και πωλούνταν και ιταλικά ποδήλατα.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, κι ενώ η επιχείρηση απασχολούσε ήδη μεταφραστή και λoγιστή, ο Παπουτσάς μετέφερε το συνεργείο του λίγο μακρύτερα, στην οδό Χαλκοκονδύλη 56, σ’ ένα διαμπερές ανεξάρτητο κτίριο το οποίο έμελλε στις επόμενες δεκαετiες να εξελιχθεί σε κομβικό σημείο επικοινωνίας των πιονιέρων του ελληνικού μοτοσυκλετισμού.

εξιά όπως έμπαινες βρισκόταν το διαμέρισμα των ανταλλακτικών, ενώ αριστερά ήταν η έκθεση καινούργιων μοντέλων, που χωρούσε 12 έως 15 μοτοσυκλέτες. Πiσω απ’ αυτά, αριστερά και δεξιά, υπήρχαν χωρiσματα για τα γραφεiα του λογιστή, του μεταφραστή και της γραμματέως. Παραμέσα αριστερά ήταν τα οξυγόνα και τέσσερις τόρνοι, ενώ δεξιά ο χώρος είχε διαρρυθμιστεί σε βαφεiο. Πίσω του και μέχρι τον πίσω τοίχο, υπήρχαν πέντε ράμπες επισκευής μοτοσυκλετών.
Το μαγαζί είχε βάθος 20 μέτρα, με τους τοίχους καλυμμένους από άκρη σ’ άκρη με εργαλεία και μεταχειρισμένα ανταλλακτικά. Υπήρχαν ακόμα νικελωτήριο, ρεκτιφιέ κυλίνδρου, ρεκτιφιε επιφανειών και στροφάλου, συν δύο πρέσες για ίσωμα πλαισίων, μία από τις οποίες διέθετε πίεση 100 τόνων. Το συνεργείο απασχολούσε κατά καιρούς επτά με οχτώ μηχανικούς, πέντε μαστόρους και τρία παραμαστόρια, εκτόs του ίδιου του Παπουτσά και των παιδιών του. Της Στέλλας, του Νίκου, του Βασίλη και του Τσέκου, που μεγάλωσαν εκεί μέσα για να εργαστούν αργότερα και οι ίδιοι.

Εκτός από την αξιοσύνη του ως επιχειρηματία, τον Παπουτσά τον θυμούνται κω ως φοβερό ακτινολόγο και λεπτουργό, που ««τράβαγε με το χέρι στα ρεζερβουάρ και τα φτερα φιλέτο βαφής με τρίχες αλόγου χωρίς να έχει πριν μασκάρει τις καμπύλες και τις γωνίες». Ανάστημα πατριαρχικό, όταν κάποιο παιδί, έκανε διαολιά τρώγανε όλα ξύλο με τη λουρίδα, «Οταν καθόμαστε να φάμε, έβγαζε τη λουρίδα και την ακουμπούσε στο τραπέζι», θυμάται n κόρη του Στέλλα.
Στις εννέα κάθε βράδυ ρωτούσε τη γυναίκα του αν είναι όλα τα παιδιά μέοα στο σπίτι, μια μεγάλη αυλή με δωματιάκια γύρω-γύρω στα Σεπόλια, όπου έμεναν και ο παππούς και η γιαγιά, κι έβαζε στην πόρτα την αλυσίδα. Το μόνο του παιδί που διατηρούσε το θάρρος μπροστά του ήταν ο Τσέκοs, που λένε ότι είχε τον ίδιο χαρακτήρα με τον πατέρα του.

Όπως θυμάται η Στέλλα, «Ο Τσέκος έκανε τα εγγλέζiκα να μη στάζουν λάδια. Μείωσε την πίεση του λαδιού στο μοτέρ xωρίς να μειώσει την κυκλοφορία του, τρυπώντας κάπου τα κάρτερ και λύνοντας έτσι το πρόβλημα. Γύρω στο 1960 ήρθαν ΟΙ Εγγλέζοι και του έδωσαν συγχαρητήρια, ζητώντας του να τους φανερώσει την πατέντα. Από τις λιμνούλες πάντως του λαδιού κάτω από κάθε ΒSΑ που θα βλέπαμε μετά, φαίνεται ότι τελικά ο Τσέκος δεν έδωσε στους Αγγλους την πατέντα.