O Mίμης Παπαϊωάννου -όταν η ΑΕΚ αρνήθηκε να τον δώσει με μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης- έγινε τραγουδιστής στο πλευρό του Στέλιου Καζαντζίδη.
Ο Μίμη Παπαϊωάννου από το βιβλίο της ζωής του «Ραντεβού στον αέρα», (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2002):
«Όταν ήμουν στο χωριό, είχα “λόξα” με τα λαϊκά τραγούδια. Μου άρεσε πολύ ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ήταν βλέπεις, πέρα από τραγουδισταράς και Πόντιος, κι αυτός λαϊκός. Είχα κι ένα μπουζούκι και προσπαθούσα να μάθω, αλλά δεν τα κατάφερνα, παιδευόμουνα πολύ και το αποτέλεσμα όχι αυτό που ποθούσε η ψυχή μου. Πολύ πιο δύσκολο απ’ το να ντριπλάρω με το αριστερό ή να στέλνω τη μπάλα στα δίχτυα.
Κάπου εκεί προέκυψε η γνωριμία μου με το Χρήστο Νικολόπουλο, ο οποίος βάσταγε από ένα γειτονικό χωριό, το Καψοχώρι. Επειδή, λοιπόν, ο Νικολόπουλος έπαιζε πολύ ωραίο μπουζούκι, τον φώναζαν στα πανηγύρια και στα χωριά. Και τα πανηγύρια την εποχή εκείνη αποτελούσαν τη μοναδική μας διασκέδαση.
Πηγαίναμε κι εμείς μαζί του, η ομάδα του χωριού και επειδή συνήθως έπαιζε Καζαντζίδη, έλεγα κι εγώ ένα-δυο τραγουδάκια και χόρευαν οι φίλοι μου. Όταν όμως ήρθα στην Αθήνα, γνώρισα τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ήταν Αεκτζής, τον γνώριζε ο Νεστορίδης και αργότερα, όταν κατέβηκε από το χωριό ο Νικολόπουλος γνωρίστηκε και αυτός με το μεγάλο βάρδο και έπαιξε μαζί του.
Όταν λοιπόν προέκυψε η κόντρα μου στην ΑΕΚ για το θέμα της Ρεάλ, Καζαντζίδης και Νικολόπουλος έφτιαχναν σχήμα, ώστε με συγκρότημα να πάνε στη Γερμανία για τουρνέ. “Αφού η ΑΕΚ δε σε θέλει, έλα μαζί μας” μου είπε ο Στέλιος και με επηρέασε. Έτσι, ξεκίνησα πρόβες, μπήκα στο συγκρότημα.
Ο Χρήστος ήταν ο “αυτουργός”, ώστε να με πάρουν μαζί στην περιοδεία, η οποία κράτησε δύο μήνες. Τις πρώτες έξι εβδομάδες δίναμε συναυλίες για τους ομογενείς σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους και όχι σε λαϊκά μαγαζιά.
Είπαν τότε κάποιοι ότι τραγουδούσα κάθε βράδυ σε μπουζουξίδικα. Λάθος. Ουσιαστικά κάναμε συναυλίες. Μια παράσταση την Παρασκευή, μία το Σάββατο και ακόμη μία το απόγευμα της Κυριακής. Ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία για μένα, αφού από τη μία έκανα το κέφι μου και από την άλλη γνώριζα κόσμο. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι δεν ξενυχτούσα…
Ήμουν τυχερός στη ζωή μου, που υπήρξα φίλος του Στέλιου Καζαντζίδη. Όχι τόσο επειδή υπήρξε ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής που ανέδειξε ποτέ η Ελλάδα, όσο για το γεγονός ότι από αυτόν το μέγιστο βάρδο, έμαθα να μετράω την ψυχή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή…
Ο Στέλιος όταν βρισκόμουν σε δίλημμα για το τι ακριβώς έπρεπε να αποφασίσω να κάνω στη ζωή μου, ήταν ο φίλος που μου έδωσε τη σωστή συμβουλή. “Μίμη, στο τραγούδι το παλεύεις, θα είσαι βιοπαλαιστής. Έχω την εντύπωση πως πρέπει να γυρίσεις σ’ αυτό που ξέρεις να κάνεις καλά και είμαι βέβαιος πως θα δικαιωθείς. Πήγαινε να παίξεις ποδόσφαιρο και κάποια μέρα θα με θυμηθείς. Μου το είπε απλά, και μόνον όταν του ζήτησα τη γνώμη του…
Μετά από χρόνια, όταν ξαναβρεθήκαμε, τότε με τη μεγάλη φασαρία και τη δίκαιη έκρηξή του για την “αιχμαλωσία”, όπως έλεγε αναφερόμενος στις διαφορές του με τη δισκογραφική εταιρία, νομίζω πως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ανταποδώσω τη συμβουλή, χωρίς να ήμουν ο σοφός ή ο σωστός κριτής των πραγμάτων.
Μετά από λίγες μέρες, προέκυψε η καταπληκτική δουλειά του Στέλιου με το “Υπάρχω”, ένα θυελλώδη δίσκο, που έβγαλε ένα χείμαρρο πόνου, μια ρωμαλέα φωνή, μια διαδρομή του καλλιτέχνη που καθήλωνε. Νομίζω πως λίγοι έχουν δικαίωμα να μιλούν για τον Καζαντζίδη και πολύ λιγότεροι να θεωρούν τον εαυτό τους φίλο του».