Αθλητικότατος και μαχητικότατος, ο Κωστής Τσικλητήρας όταν δεν ήταν στους στίβους να δρέπει δάφνες και μετάλλια, πολεμούσε στα χαρακώματα του πολέμου, κάνοντας τους άθλους του να ακούγονται στα πέρατα του κόσμου.
Ο μεγαλύτερος αθλητής στην ιστορία του ελληνικού στίβου και κάτοχος παγκόσμιων ρεκόρ στα άλματα άνευ φοράς, ο Τσικλητήρας ήταν το πρώτο μεγάλο ταλέντο που ξεπήδησε από την Ελλάδα, διακρινόμενος για το σπάνιο φυσικό του άλμα, την ταχύτητα, την εκρηκτικότητα, το αγωνιστικό πνεύμα και τη φυσική επιδεξιότητα!
Αφού κατέκτησε τέσσερα μετάλλια σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες (στο Λονδίνο το 1908 και στη Στοκχόλμη το 1912), ο αφανής αυτός ήρωας έφυγε πρόωρα από τη ζωή, καθώς την επόμενη μόλις χρονιά θα βρεθεί να πολεμά στο Μπιζάνι ως απλός στρατιώτης των Βαλκανικών Πολέμων.
Ο τέσσερις φορές ολυμπιονίκης στα αγωνίσματα άνευ φοράς ήταν ένας άνθρωπος που κυνηγούσε τον αθλητισμό και δεν έκανε διακρίσεις στα αγωνίσματα, αφού εκτός των άλλων υπήρξε και ο πρώτος ποτέ τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού!
Μυθική πια μορφή του ελληνικού αθλητισμού, ο Τσικλητήρας πέρασε σαν σίφουνας από τη ζωή προλαβαίνοντας πάντως να ανέβει 20 φορές στο πανελλήνιο βάθρο σε πέντε διαφορετικά αγωνίσματα (σε διάστημα έξι ετών!), να σημειώσει πανελλήνια ρεκόρ σε τρία είδη άλματος και να γίνει θρύλος σε μια σαφώς τελείως διαφορετική εποχή για τον ελληνικό αθλητισμό.
Παρά το γεγονός ότι λάτρεψε τον στίβο, ο τελευταίος δεν μονοπώλησε το αγωνιστικό του ενδιαφέρον, καθώς ερωτεύτηκε τη στρογγυλή θεά και έπαιξε μπάλα στον τότε Ποδοσφαιρικό Όμιλο Αθηνών (και Παναθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο αργότερα!), κατακτώντας και δυο πρωταθλήματα Ελλάδας!
Μεγαλύτερος από την εποχή του, ο Τσικλητήρας ήταν ένα αυθεντικό ταλέντο του αθλητισμού που ως σωστός ήρωας έδωσε τελικά τη ζωή του για την πατρίδα…
Πρώτα χρόνια
Ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας γεννιέται στις 30 Οκτωβρίου 1888 στην Πύλο της Μεσσηνίας ως ένα από τα τρία παιδιά μιας εύπορης και προβεβλημένης οικογένειας της τοπικής ζωής: ο αριστοκράτης πατέρας του ήταν γιατρός αλλά και για σειρά ετών δήμαρχος Πύλου, την ίδια ώρα που η μητέρα του καταγόταν από γνωστή οικογένεια του πολιτικού και δικαστικού κόσμου.
Ο μικρός μεγαλώνει μέσα στις ανέσεις και μαθαίνει αγγλικά και γαλλικά, αν και από μικρός δείχνει την αναμφισβήτητη κλίση του στον αθλητισμό: πρωταγωνιστούσε και μονοπωλούσε τόσο στους αυτοσχέδιους αγώνες της γειτονιάς όσο και στους μαθητικούς αγώνες σε διαφορετικά αγωνίσματα. Όπως μας παραδίδει μάλιστα η λαϊκή σοφία, ο μικρός Κωστής μπορούσε να πηδήξει πάνω από τρία άλογα δεμένα μαζί και η πόρτα του σπιτιού του δεν τον έβλεπε ποτέ, αφού του άρεσε να μπαίνει μέσα πηδώντας πάνω από τον πανύψηλο μαντρότοιχο!
Πριν κλείσει τα 17 του, ο πατέρας του τον στέλνει στην Αθήνα (1905) να σπουδάσει οικονομικά, υπολογίζει όμως χωρίς τον ξενοδόχο, καθώς ο νεαρός Κωστής έχει προαποφασίσει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τον αθλητισμό και «όχι» δεν ακούει. Κι έτσι η Αθήνα και οι ανώτερες σπουδές δεν είναι παρά πρόφαση του μικρού για να αποσπάσει τη γονεϊκή συγκατάθεση! Έχει εξάλλου την οικονομική άνεση να ασχοληθεί με τα σπορ, σε μια εποχή που μόνο απαγορευτική ήταν μια τέτοια δραστηριότητα για βιοπορισμό.
Παράλληλα με τη Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία, ο Κωστής γράφεται στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο Αθηνών, όπου οι αθλητικές του επιδόσεις είναι σαφώς ανώτερες από την ακαδημαϊκή πορεία στη λογιστική και τα οικονομικά. Ο νεαρός διακρίνεται για την ατσάλινη θέληση και την αποφασιστικότητά του, την ίδια ώρα που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, τα σωματικά του χαρίσματα κρίνονται εξαιρετικά τόσο για τον στίβο όσο και το ποδόσφαιρο.
Ο πανύψηλος νεαρός (1,90 μ.) ακούει τη συμβουλή του προπονητή του να επικεντρωθεί στα άλματα εις μήκος και ύψος άνευ φοράς και αρχίζει εντατικές προπονήσεις. Οι επιδόσεις που σημειώνει είναι όμως ανταγωνιστικές όχι μόνο σε εγχώριο αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, καθώς η θαυμάσια αλτικότητα που διέθετε πλαισιωνόταν με δυνατά πόδια και ένα πρωτοφανές σπάσιμο της μέσης. Ήταν κομμένος και ραμμένος για πρωταθλητισμό!
Η αγάπη του βέβαια για τον αθλητισμό εν γένει θα τον φέρει και σε άλλες αθλητικές γειτονιές, καθώς ο Τσικλητήρας ασχολήθηκε περιστασιακά με πολλά και διάφορα, από πόλο, ακοντισμό και πάλη μέχρι και τέρμα στον Παναθηναϊκό (τον οποίο ίδρυσε το 1908 ο συναθλητής του στον Πανελλήνιο, Γεώργιος Καλαφάτης, με την επωνυμία «Ποδοσφαιρικός Όμιλος Αθηνών»)…
Ο Τσικλητήρας στην κορυφή του κόσμου
Η αθλητική σταδιοδρομία του Τσικλητήρα αρχινά το 1906, έναν χρόνο μετά τον ερχομό του στην Αθήνα, όταν κατακτά την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελλήνιους Αγώνες και κατατάσσεται έκτος στο ύψος άνευ φοράς στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας του ίδιου έτους. Η πρώτη αυτή απογοήτευση στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας έμελλε να έχει και συνέχεια, αφού ο νεαρός αποκλείεται στα προκριματικά του μήκους άνευ φοράς.
Την επόμενη χρονιά αρχίζουν βέβαια οι διακρίσεις, όπως τα τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης (άλμα εις ύψος, ύψος άνευ φοράς και μήκος άνευ φοράς), που θα του φέρουν την τιμητική διάκριση «Χρυσός Σταυρός του Πανιωνίου». Στους Πανελλήνιους Αγώνες, αποσπά 2 ακόμα χρυσά μετάλλια, την ίδια ώρα που με την ποδοσφαιρική ομάδα του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου παίρνει μέρος στο πρωτάθλημα του 1907 ως πρώτος τερματοφύλακας της ομάδας!
Τον επόμενο χρόνο, όταν ο συναθλητής του Γιώργος Καλαφάτης ιδρύει τον Ποδοσφαιρικό Όμιλο Αθηνών, ο Τσικλητήρας τον ακολουθεί και πράττει σωστά: ο ΠΟΑ κατακτά στις 30 Νοεμβρίου 1908 το πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που διοργανώθηκε από τον ΣΕΓΑΣ! Ο πρωταθλητής ποδοσφαίρου Τσικλητήρας θα επαναλάβει τον άθλο στις 7 Δεκεμβρίου 1910, όταν κατέκτησε το δεύτερο πρωτάθλημά του.
Το 1908 ήταν όμως και ολυμπιακή χρονιά και ο Τσικλητήρας ήταν πλέον έτοιμος για τη μεγαλύτερη πρόκληση της σύντομης ζωής του: το βάθρο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Η μοιραία για τον ίδιο Μεσολυμπιάδα των Αθηνών (του 1906) μπορεί να μην του είχε φέρει επιτυχίες, του έδωσε ωστόσο την ευκαιρία να παρατηρήσει προσεκτικά και να μελετήσει λεπτομερώς τις κινήσεις και την τακτική του τρομερού αμερικανού αθλητή Ρέι Έουρι, ήδη χρυσού ολυμπιονίκη στο Παρίσι (το 1900), το Σεντ Λούις (το 1904) αλλά και το Παναθηναϊκό Στάδιο. Ο Αμερικανός πετούσε τόσο στο μήκος όσο και το ύψος άνευ φοράς και ήταν το μεγάλο φαβορί για το πρώτο σκαλί του βάθρου.
Ο Τσικλητήρας κατέφτασε στο Λονδίνο έχοντας ψηλώσει ακόμα περισσότερο (ήταν πλέον στα 1,92 μ.) και με την τεχνική του τελειοποιημένη. Κι έτσι κατέκτησε δύο αργυρά μετάλλια: ένα στο ύψος άνευ φοράς και ένα στο μήκος άνευ φοράς! Και στα δυο αθλήματα βρέθηκε πίσω από τον Ρέι Έουρι, τον απόλυτο κυρίαρχο του στίβου, αν και δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του κουβέντα.
Η επιστολή που στέλνει στους οικείους του στην Πύλο είναι ενδεικτική: «Το φέρω πολύ βαρέως που έχασα. Μα ήταν η πρώτη φορά που αγωνιζόμουν σε ξένη χώρα και είναι αλήθεια ότι σάστισα μόλις βρέθηκα στο στάδιο του Λονδίνου, ασφυκτικώς γεμάτο και ανάμεσα στους πανύψηλους συναθλητάς μου Αμερικανούς και Σουηδούς. Τώρα επήρα θάρρος, θα επιδοθώ με μεγαλύτερο ζήλο και είμαι βέβαιος ότι θα γίνω πρώτος Ολυμπιονίκης».
Εξίσου ενδεικτικό είναι και το κείμενο για τον Τσικλητήρα που στέλνει ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Χρόνος» από το Λονδίνο, ο γνωστός λογοτέχνης μας Ζαχαρίας Παπαντωνίου: «Είναι σώμα υψηλόν, λεπτόν, καλογραμμένο. Εις το σχέδιον του μελαχρινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών, των χειλέων, του πώγωνος νομίζεις ότι επέρασεν ελαφρώς, ολίγον κοντύλι Γκύζη. Από πάνω ως κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν. Μελαχρινός, πολύ υψηλός σχετικώς με την νεότητα του, πόδια μεγάλα και λαστιχένια, ως σκύλου πόιντερ, σύμμετρον και χαριτωμένον σύνολον. Το μόνον μειονέκτημά του είναι ότι δεν έχει, ακόμη, την αθλητικήν ανάπτυξιν που του χρειάζεται. Πολύ ολίγον έχει γυμνασθεί και είναι μάλλον αδύνατος. Αλλά η νίκη του εις το αγγλικόν στάδιον του έδειξε τον δρόμον και είναι αρκετά έξυπνος ώστε να μην τον χάσει. Από τώρα και εις το εξής πρέπει να ζει διαρκώς μέσα εις τα γυμναστήρια».
Όπως αναφέρει εξάλλου ο Αντώνης Δελώνης στη μυθιστορηματική βιογραφία του Τσικλητήρα «Ταξίδι στη δόξα», ο νεαρός Κωστής ήταν ένας σκληροτράχηλος και επίμονος χαρακτήρας που παρέμενε ηθελημένα απόμακρος και όχι ιδιαίτερα κοινωνικός, καθώς είχε προσηλωθεί ολοκληρωτικά στον αγωνιστικό του στόχο. Κυνηγούσε την παγκόσμια κορυφή και δεν είχε χρόνο για παρέες και φλερτ. Λέγεται μάλιστα ότι η κατάκτηση της δόξας εξελίχθηκε κυριολεκτικά σε εμμονή για το πανύψηλο και υπερβολικά φιλόδοξο αγόρι.
Και πολύ καλά έκανε, καθώς το πολυπόθητο ολυμπιακό χρυσό τον περίμενε στη γωνιά και συγκεκριμένα στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης το 1912! Ο σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής στην τελετή έναρξης της Σουηδίας είχε πια ως αποκλειστικό στόχο το πρώτο σκαλί του βάθρου, όντας τώρα πιο ώριμος αλλά και καλύτερα προετοιμασμένος από ποτέ.
Ο 24χρονος αθλητής είχε εξάλλου άλλη μια επίδοση-ρεκόρ να παίρνει θάρρος, καθώς λίγους μήνες πρωτύτερα, την Πρωταπριλιά του 1912, είχε ισοφαρίσει το παγκόσμιο ρεκόρ στο μήκος άνευ φοράς (στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Στίβου στο Παναθηναϊκό Στάδιο)! Με άλμα λοιπόν στα 3,37 μέτρα στο μήκος άνευ φοράς, ο Τσικλητήρας, έπειτα από μια συγκλονιστική μάχη με τα αχτύπητα αδέλφια από τις ΗΠΑ, Μπεν και Πλατ Άνταμς, κατακτά το χρυσό μετάλλιο και ανεβαίνει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου! Όπως είχε υποσχεθεί δηλαδή φανερά συγκινημένος όταν του παρέδιδαν την ελληνική σημαία στο καράβι που αναχωρούσε από τον Πειραιά.
Στους ίδιους Ολυμπιακούς, ο Τσικλητήρας συνέχισε τη θριαμβευτική του πορεία αποσπώντας και το χάλκινο μετάλλιο στο ύψος άνευ φοράς. Ο ελληνικός Τύπος εξύμνησε τον Τσικλητήρα από την αρχή, η μεγαλύτερη όμως στιγμή θα ερχόταν όταν επέστρεψε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1912. Η χρυσή επίδοση του αθλητή μας στο μήκος άνευ φοράς αποτέλεσε μάλιστα επί σειρά δεκαετιών ορόσημο της ελληνικής ολυμπιακής ιστορίας, με χαρακτηριστικότερο το γεγονός ότι αντίστοιχη επιτυχία δεν θα επαναλαμβανόταν για τη χώρα μας στον στίβο παρά 80 χρόνια αργότερα (με το χρυσό της Βούλας Πατουλίδου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992!).
Όσο για τα τέσσερα ολυμπιακά μετάλλια του Τσικλητήρα (ένα χρυσό, δύο αργυρά και ένα χάλκινο), τον κατατάσσουν στην πρώτη θέση των ελλήνων ολυμπιονικών, που μοιράζεται με τον Πύρρο Δήμα και τον Νικόλαο Γεωργαντά. Έχοντας καταρρίψει πλήθος ελληνικών ρεκόρ και με τα δύο ολυμπιακά μετάλλια ανά χείρας, ο Τσικλητήρας επιστρέφει μέσα σε πανηγυρικό κλίμα στην Αθήνα τη Δευτέρα, 23 Ιουλίου 1912, παρά τη βαριά πολιτική ατμόσφαιρα, καθώς σε λίγο θα ξεσπούσε ο Βαλκανικός Πόλεμος.
Αυτή η μέρα είναι όμως μέρα χαράς και εθνικής υπερηφάνειας και οι εφημερίδες φιλοξενούν ήδη καθημερινά ρεπορτάζ για το ταξίδι της επιστροφής του μεγάλου ολυμπιονίκη. Καταφτάνοντας στην Κέρκυρα, τον υποδέχονται όλα τα εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας, αν και ο κακός χαμός γίνεται όταν αποβιβάζεται στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα, όπου χιλιάδες κόσμου του επιφυλάσσουν αποθεωτική υποδοχή και παραληρούν κυριολεκτικά μόλις σηκώνει ψηλά τα δυο ολυμπιακά μετάλλια.
Στην αποβάθρα τον περιμένει και ο γιατρός πατέρας του, με τον οποίο κατευθύνονται προς τα γραφεία του Πανελλήνιου Συλλόγου. Πίσω τους σχηματίζεται μια τεράστια πομπή, η οποία τους ακολουθεί μέχρι την έδρα του συλλόγου δίπλα στο Πεδίον του Άρεως, όπου έχει στηθεί η γιορτή. Γιρλάντες και σημαίες στολίζουν το κτίριο και όλα γίνονται με πάσα επισημότητα, καθώς μεταξύ των υψηλών προσκεκλημένων είναι ο γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, ο νομάρχης Αθηναίων, ο πρόεδρος του συλλόγου κ.ο.κ.
Ο έλληνας ολυμπιονίκης χάνεται στις αγκαλιές γνωστών και αγνώστων και όταν τον ξαναβρίσκουν μέσα στο πλήθος, τον τιμούν με ένα αγαλματίδιο της Νίκης αλλά και ένα αντίστοιχο από τον Δήμο Αθηναίων. Ο Πανελλήνιος Σύλλογος του χαρίζει ένα χρυσό ρολόι με χαραγμένη την ημερομηνία του θριάμβου του (25 Ιουνίου), αν και το σημαντικότερο έπαθλο ήταν η τιμητική πρόσληψή του στην Τράπεζα Αθηνών…
Α’ Βαλκανικός Πόλεμος και άδοξο τέλος
Τα γεγονότα έμελλε όμως να εξελιχτούν ραγδαία για τον ολυμπιακό πολυνίκη, ο οποίος λειτουργούσε ταυτοχρόνως και ως πρώτος τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού. Χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι τα νέα του τραπεζικά καθήκοντα δεν θα προλάβαινε να τα ασκήσει ούτε για δύο μήνες, αφού στις 4 Οκτωβρίου 1912 ξεσπά ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος και ο ήρωας κατατάσσεται εθελοντικά από την πρώτη στιγμή για να δώσει το καλό παράδειγμα στους συμπατριώτες του.
Δύο μήνες λοιπόν μετά τον θρίαμβο της Στοκχόλμης, ο Τσικλητήρας πηγαίνει κατευθείαν στο γραφείο κατάταξης της Καλαμάτας και στρατεύεται στο κάλεσμα της πατρίδας. Του προτείνουν μάλιστα να παραμείνει στο Φρουραρχείο Αθηνών, αλλά αυτός αρνείται: θέλει να πάει στο μέτωπο για να μην κατηγορηθεί για ευνοϊκή μεταχείριση. Και όχι στα μετόπισθεν φυσικά, αλλά στην πρώτη γραμμή του πυρός, ως παθιασμένος αγωνιστής που ήταν!
Ταυτοχρόνως βέβαια ήταν και ο σπουδαιότερος αθλητής στίβου της Ελλάδας και η πολιτεία ήθελε να διαφυλάξει την καλύτερη διαφήμιση για τον εγχώριο αθλητισμό. Κι έτσι ξεκινά μια μυστική προσπάθεια για την προστασία του με τη βούλα του ίδιου του πρίγκιπα Νικολάου, ο οποίος ήταν μεταξύ της ελληνικής ολυμπιακής αποστολής στη Σουηδία και είχε μαγευτεί από την προσωπικότητα του πολυνίκη.
Δεν είναι σαφές αν ο Τσικλητήρας πολέμησε στην πρώτη γραμμή του Μπιζανίου ή υπηρέτησε αντίθετα σε τομέα εφεδρείας στα μετόπισθεν (στα Γιάννενα έφτασε πάντως στις αρχές Φεβρουαρίου του 1913), αν και λίγη σημασία έχει αυτό για τα μελλούμενα: στο Μπιζάνι προσβάλλεται μέσα σε λίγες μέρες από μηνιγγίτιδα και αναστάτωση επικρατεί τόσο στην κυβέρνηση όσο και το παλάτι.
Ο Νικόλαος δίνει εντολή να μεταφερθεί άμεσα ο άρρωστος στην Αθήνα, αν και πλέον είναι αργά για οποιαδήποτε μεταφορά του. Στις 2 Φεβρουαρίου 1913 εμφανίζει υψηλό πυρετό, σπασμούς και δύσπνοια και μεταφέρεται εσπευσμένα σε πολιτικό νοσοκομείο. Εκεί έγινε η διάγνωση (σοβαρή περίπτωση μηνιγγίτιδας ιδιότυπης μορφής) της πάθησης, η οποία επιδεινώθηκε αστραπιαία. Ο 25χρονος Κωνσταντίνος Τσικλητήρας αφήνει την τελευταία του πνοή στις 10 Φεβρουαρίου 1913, έχοντας περιπέσει σε λήθαργο.
Στην κηδεία του γίνεται το αδιαχώρητο, καθώς χιλιάδες Αθηναίοι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία ραίνοντας το φέρετρο με μυρτιές, δάφνες και λουλούδια.
Σήμερα υπάρχει ένας ολόκληρος θεσμός για να θυμίζει την τεράστια παρακαταθήκη που άφησε ο Τσικλητήρας στον ελληνικό στίβο, τα «Τσικλητήρεια». Τα οποία καθιερώθηκαν από τον σύλλογό του, Πανελλήνιο, το 1963 στη μνήμη του αλησμόνητου άλτη.
Ένα δρομάκι πίσω από το μέρος όπου σημείωνε τις αλλεπάλληλες πανελλήνιες νίκες του, το Παναθηναϊκό Στάδιο, φέρει πια το όνομά του, αν και πολλές πόλεις θα έσπευδαν να τον τιμήσουν αργότερα…
Αναδημοσίευση άρθρου απο το newsbeast.gr