Γιάννης Μαρκόπουλος

giannis markopoulos simera eimaste oloi poliorkimenoi apo tin ypoteleia
giannis markopoulos simera eimaste oloi poliorkimenoi apo tin ypoteleia
Advertisement

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είναι από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες. Έχοντας δεχτεί από νωρίς επιδράσεις από τη μουσική της Κρήτης και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και από την κλασική μουσική, έχει προσφέρει ένα ποιοτικό έργο μισού περίπου αιώνα, που ζωντανεύει τις άφθαρτες πηγές της ελληνικής μουσικής, σε συνδυασμό με την οικουμενική μουσική εξέλιξη. Ένα έργο, που απλώνεται από το έντεχνο τραγούδι έως μουσική για συμφωνική ορχήστρα. Με τη μουσική παιδεία του, συνδυασμένη με τη γενικότερη μόρφωση του, τις ανησυχίες του και της αγάπη του για την Ελλάδα, αναζήτησε τις ρίζες της ελληνικής μουσικής και χρησιμοποίησε στις ενορχηστρώσεις του όργανα, όπως το σαντούρι, την κρητική λύρα, το κανονάκι.

Advertisement

Γεννήθηκε το 1939 στο Ηράκλειο της Κρήτης, από αστούς Κρητικούς γονείς και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ιεράπετρα. Από οκτώ χρονών ξεκίνησε μαθήματα βιολιού και κλαρίνου. Το 1956 συνέχισε τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, με δάσκαλο του τον Γεώργιο Σκλάβο και τον καθηγητή του βιολιού Joseph Bustidui. Παράλληλα, ξεκίνησε κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ σύντομα έκαναν την εμφάνισή τους οι  μουσικές  συνθέσεις του. Το 1963 βραβεύεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την μουσική του στην ταινία  “Μικρές Αφροδίτες” του Νίκου Κούνδουρου, και τον ίδιο χρόνο παίζονται τα μουσικά του έργα “Θησέας”, “Χιροσίμα” και τα “Τρία Σκίτσα για Χορό”.

Το 1965 συνεργάζεται για πρώτη φορά με τη Φίνος Φιλμ, για τη μουσική της ταινίας “Οι Εχθροί” του Ντίνου Δημόπουλου. Ακολουθούν άλλες τρεις συνεργασίες του με τον Φίνο μέχρι το 1967, όπου επιβάλλεται στην Ελλάδα η δικτατορία και ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναχωρεί για το Λονδίνο. Εκεί, εμπλουτίζει τις μουσικές του γνώσεις με την Αγγλίδα συνθέτρια Elisabeth Lutyens και ξεκινάει η φιλία του με τον συνθέτη Γιάννη Χρήστου, από τον οποίο δέχεται μουσικές επιδράσεις. Στην Αγγλία συνθέτει την κοσμική καντάτα “Ήλιος ο Πρώτος”, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και μουσική για τη “Λυσιστράτη” του Αριστοφάνη,  την “Τρικυμία” του Σαίξπηρ – που ανεβαίνει από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, σε σκηνοθεσία David Jones – και τρία συμφωνικά έργα. Το αγγλικό κοινό τον καταχειροκροτεί στις εμφανίσεις του.

Το 1969 επιστρέφει στην Αθήνα και υλοποιεί το μουσικό του όραμα, καταθέτοντας μουσικά έργα που χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους ως νέα πρόταση και τομή, για τη μέχρι τότε ελληνική μουσική πραγματικότητα. Ιδρύει ένα νέο και ιδιόμορφο ορχηστικό σχήμα, και οι αρχές του για επιστροφή στις ελληνικές ρίζες παίρνουν διαστάσεις καλλιτεχνικού κινήματος. Την ίδια χρονιά ξεκινά και η λαμπρή του συνεργασία με τον Νίκο Ξυλούρη, με πρώτο τους δίσκο το «Χρονικό» και δεύτερο τα «Ριζίτικα» το 1971. Το τραγούδι αυτού του δίσκου «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και «Μπήκαν στην πόλη οι Οχτροί» καθώς και η μοναδική φωνή του Ξυλούρη, γίνονται σύμβολα της αντίστασης. Την ίδια εποχή ιδρύει την ορχήστρα «Παλίντονος αρμονία», συνδυάζοντας συμφωνικά όργανα με ελληνικά.

Το 1971 παρουσιάζει τα έργα του στη μπουάτ-στούντιο «Λήδρα» με νέους τραγουδιστές και μουσικούς από το χώρο της παραδοσιακής μουσικής, τους οποίους διδάσκει τον τρόπο ερμηνείας των τραγουδιών του.  Ο χώρος του κέντρου κατακλύζεται καθημερινά από διανοούμενους, νέους και μεγαλύτερους, παρά τα εμπόδια της τότε εξουσίας. Με τη μεταπολίτευση παρουσιάζει τα έργα του στο «Κύτταρο». Οι εμφανίσεις του και στα δύο αυτά κέντρα, δίπλα στους συνεργάτες του Νίκο Ξυλούρη, Παύλο Σιδηρόπουλο, Δόμνα Σαμίου, και άλλους δεξιοτέχνες της παραδοσιακής μουσική, έχουν μείνει θρυλικές. .Τα τραγούδια του «Οι Οχτροί», «Τα Λόγια και τα Χρόνια», «Τα Χίλια Μύρια Κύματα», «Ο Γίγαντας», «Το Καφενείον η Ελλάς» και πολλά άλλα, γίνονται σύμβολα και μύθοι όπως άλλωστε συμβαίνει με τα μουσικά του έργα: «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», «Ο Στράτης ο Θαλασσινός», «Ήλιος ο Πρώτος», «Θητεία και Μετανάστες» – με τραγούδια σε ποίηση και στίχους Σολωμού, Σεφέρη, Ελύτη, Σκούρτη, Θεοδωρίδη αλλά και δικούς του.

Το 1976 συνθέτει τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά του ΒΒC «Who pays the Ferryman?» και η επιτυχία του μουσικού θέματος παραμένει στην κορυφή του βρετανικού Hit-Parade για μήνες.  Στα επόμενα χρόνια η δημοτικότητα του εκφράζεται με αλλεπάλληλες συναυλίες ανά τον κόσμο, ενώ οι νέες κυκλοφορίες μεγάλων δίσκων του αυξάνονται.

Στην καλλιτεχνική του παραγωγή, σημαντική θέση έχει η μουσική του για το θέατρο και τον κινηματογράφο: μουσική για έργα του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου, του Σαίξπηρ, του Τσέχωφ, του Μπέκετ αλλά και σύγχρονων Ελλήνων δραματουργών, και για ταινίες του Κούνδουρου, του Ντασέν, του Κοσμάτου, του Μανουσάκη, του Σκαλενάκη, του Γρηγορίου και άλλων.

Τη δεκαετία του 1980 δημιουργεί μια σειρά από έργα μουσικής δωματίου, κουαρτέτα, σονάτες, κομμάτια για βιολί και πιάνο, έργα ενόργανης μουσικής, ορατόρια και κύκλους τραγουδιών.  Το 1994 συνθέτει ένα από τα πιο σημαντικά του έργα, τη «Λειτουργία του Ορφέα» – για φωνή, χορωδία και ορχήστρα – που απευθύνεται φιλοσοφικά στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση.

Τον Ιανουάριο του 2013 τιμήθηκε με το βραβείο Φειδιππίδης  από το ομογενειακό κοινωφελές ραδιόφωνο “cosmos FM”, ένα βραβείο που έχει δοθεί σε δημιουργούς διεθνούς εμβέλειας. Το Σεπτέμβριο του 2013 έδωσε συναυλία στο Ηρώδειο με τίτλο «Με λογισμό και μ’ όνειρο», τρεις λέξεις του Δ. Σολωμού που τις οικειοποιείται, για όποια σύγχρονη δράση μπορεί να κάνει τη χώρα μας ν’ αλλάξει πορεία.

Μέχρι σήμερα, ο Γιάννης Μαρκόπουλος συνεχίζει ακούραστα και αδιάκοπα να δημιουργεί και να μας ταξιδεύει με τις παραστάσεις του. Σύζυγός του είναι η τραγουδίστρια και συνεργάτιδά του, Βασιλική Λαβίνια.

Προηγούμενο άρθροWalter Lassally 1926-2017
Επόμενο άρθροΓιώργος Χατζηνάσιος